φάγησις: Difference between revisions
From LSJ
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
(44) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
Line 6: | Line 6: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ήσεως, ἡ, Α<br />το να τρώει [[κανείς]] άπληστα, αδηφαγια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φαγ</i>- του αορ. β' του ρ. [[ἐσθίω]] «[[τρώγω]]» (<b>βλ. λ.</b> [[φαγεῖν]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ησις</i> ( | |mltxt=-ήσεως, ἡ, Α<br />το να τρώει [[κανείς]] άπληστα, αδηφαγια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φαγ</i>- του αορ. β' του ρ. [[ἐσθίω]] «[[τρώγω]]» (<b>βλ. λ.</b> [[φαγεῖν]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ησις</i> ([[πρβλ]]. [[σίτησις]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:31, 8 May 2023
German (Pape)
[Seite 1249] ἡ, das Essen, Fressen, zw.
Greek (Liddell-Scott)
φάγησις: -εως, ἡ, τὸ τρώγειν, καθαιρεῖ ἰσχὺν ἡ ὑδροποσία καὶ φάγησις σπερμάτων Ἰω. Χρυσ. τ. 6, σ. 236Α.
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, Α
το να τρώει κανείς άπληστα, αδηφαγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαγ- του αορ. β' του ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῖν) + κατάλ. -ησις (πρβλ. σίτησις)].