ξήροψις: Difference between revisions

From LSJ

Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin

Menander, Monostichoi, 313
(27)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ξήροψις]], ό, ἡ (Μ)<br />αυτός που έχει [[ξηρή]] όψη, ισχνό [[πρόσωπο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξηρός]] <span style="color: red;">+</span> [[ὄψις]] (<b>πρβλ.</b> <i>κύκν</i>-<i>οψις</i>)].
|mltxt=[[ξήροψις]], ό, ἡ (Μ)<br />αυτός που έχει [[ξηρή]] όψη, ισχνό [[πρόσωπο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξηρός]] <span style="color: red;">+</span> [[ὄψις]] ([[πρβλ]]. [[κύκνοψις]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:36, 8 May 2023

Greek (Liddell-Scott)

ξήροψις: -εως, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ξηρὰν ὄψιν τοῦ προσώπου, ἰσχνὸν πρόσωπον, Μαλαλ. 303, 10.

Greek Monolingual

ξήροψις, ό, ἡ (Μ)
αυτός που έχει ξηρή όψη, ισχνό πρόσωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + ὄψις (πρβλ. κύκνοψις)].