ορυκτήριος: Difference between revisions

From LSJ

Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht

Menander, Monostichoi, 544
m (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὀρυκτήριος, -ία, -ον (Μ)<br /><b>1.</b> [[κατάλληλος]] για όρυξη, για [[εκσκαφή]] του εδάφους<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[ὀρυκτήριον]]<br />σκαπτικό [[εργαλείο]], ο όρυξ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀρύσσω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>διδακ</i>-<i>τήριος</i>)].
|mltxt=ὀρυκτήριος, -ία, -ον (Μ)<br /><b>1.</b> [[κατάλληλος]] για όρυξη, για [[εκσκαφή]] του εδάφους<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[ὀρυκτήριον]]<br />σκαπτικό [[εργαλείο]], ο όρυξ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀρύσσω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριος</i> ([[πρβλ]]. [[διδακτήριος]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:46, 8 May 2023

Greek Monolingual

ὀρυκτήριος, -ία, -ον (Μ)
1. κατάλληλος για όρυξη, για εκσκαφή του εδάφους
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀρυκτήριον
σκαπτικό εργαλείο, ο όρυξ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρύσσω + επίθημα -τήριος (πρβλ. διδακτήριος)].