ορυκτήριος

From LSJ

Τί γὰρ γένοιτ' ἂν ἕλκος μεῖζονφίλος κακός; → What wound is greater than a false friend?

Sophocles, Antigone, 651-2

Greek Monolingual

ὀρυκτήριος, -ία, -ον (Μ)
1. κατάλληλος για όρυξη, για εκσκαφή του εδάφους
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀρυκτήριον
σκαπτικό εργαλείο, ο όρυξ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρύσσω + επίθημα -τήριος (πρβλ. διδακτήριος)].