φοίνιξ: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)"
(13_7_2)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. , )")
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1296.png Seite 1296]] ικος, ὁ (s. nom. pr.), 1) der <b class="b2">Purpur</b>, die Purpurfarbe, weil die Erfindung und der früheste Gebrauch des Purpurs den Phöniciern zugeschrieben wurde; Il. 4, 141. 6, 219 Od. 23, 201 u. sonst; übh. die Röthe, τὸν ὑπὸ βλεφάροις φοίνικα Eur. Phoen. 1495. – 2) die <b class="b2">Palme</b>, der Palmbaum; Od. 6, 163; h. Apoll. 117; φοίνικος [[ἔρνος]] Pind. frg. 45; Eur. Hec. 458 I. T. 1099. Man unterscheidet die männliche und die weibliche Palme, ὁ [[φοίνιξ]] [[ἔρσην]] u. ἡ [[φοίνιξ]] [[βαλανηφόρος]], Her. 1, 193; doch steht auch für letztere oft ὁ [[φοίνιξ]], vgl. 4, 172. 182. 183, Xen. An. 2, 3,14 ff. – Auch die Palmfrucht, die Dattel, bes. Sp. – 3) ein von den Phöniciern erfundenes musikalisches Instrument, Her. 4, 192, Ath. 637 b, auch [[φοινίκιον]]. – 4) der ägyptische Wundervogel Phönix, Hes. frg. 50, 4, Her. 2, 73. – 5) eine Grasart, auch [[ῥοῦς]] u. ἀγχίνωψ genannt, Diosc. – 6) als adj., purpurroth; bei Hom. Il. 23, 454 von der Farbe eines röthlich braunen Pferdes; von der Farbe des Feuers, [[φοίνιξ]] πυρὸς πνοά Eur. Troad. 832; dazu das bes. fem. [[φοίνισσα]], s. unten. – [Ι ist in den dreisylbigen Casus immer lang, im Nominativ aber betrachteten manche Grammatiker diese Länge nur als Positionslänge und accentuirten deshalb [[φοῖνιξ]], s. Schäf. Hes. O. 69 und zu Soph. Phil. 562.]
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1296.png Seite 1296]] ικος, ὁ (s. nom. pr.), 1) der [[Purpur]], die Purpurfarbe, weil die Erfindung und der früheste Gebrauch des Purpurs den Phöniciern zugeschrieben wurde; Il. 4, 141. 6, 219 Od. 23, 201 u. sonst; übh. die Röthe, τὸν ὑπὸ βλεφάροις φοίνικα Eur. Phoen. 1495. – 2) die [[Palme]], der Palmbaum; Od. 6, 163; h. Apoll. 117; φοίνικος [[ἔρνος]] Pind. frg. 45; Eur. Hec. 458 I. T. 1099. Man unterscheidet die männliche und die weibliche Palme, ὁ [[φοίνιξ]] [[ἔρσην]] u. ἡ [[φοίνιξ]] [[βαλανηφόρος]], Her. 1, 193; doch steht auch für letztere oft ὁ [[φοίνιξ]], vgl. 4, 172. 182. 183, Xen. An. 2, 3,14 ff. – Auch die Palmfrucht, die Dattel, bes. Sp. – 3) ein von den Phöniciern erfundenes musikalisches Instrument, Her. 4, 192, Ath. 637 b, auch [[φοινίκιον]]. – 4) der ägyptische Wundervogel Phönix, Hes. frg. 50, 4, Her. 2, 73. – 5) eine Grasart, auch [[ῥοῦς]] u. ἀγχίνωψ genannt, Diosc. – 6) als adj., purpurroth; bei Hom. Il. 23, 454 von der Farbe eines röthlich braunen Pferdes; von der Farbe des Feuers, [[φοίνιξ]] πυρὸς πνοά Eur. Troad. 832; dazu das bes. fem. [[φοίνισσα]], s. unten. – [Ι ist in den dreisylbigen Casus immer lang, im Nominativ aber betrachteten manche Grammatiker diese Länge nur als Positionslänge und accentuirten deshalb [[φοῖνιξ]], s. Schäf. Hes. O. 69 und zu Soph. Phil. 562.]
}}
{{bailly
|btext=[[φοίνισσα]];<br />v. [[φοῖνιξ]]¹.
}}
{{Slater
|sltr=[[φοίνιξ]], -ισσα</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> Phoenician, Carthaginian ὁ Φοίνιξ ὁ Τυρσανῶν τ' ἀλαλατὸς (a [[coalition]] of Carthaginians and Etruscans [[was]] defeated by Hieron's [[navy]] [[off]] [[Cumae]] 474/3 B. C.) (P. 1.72) [[τόδε]] μὲν κατὰ Φοίνισσαν ἐμπολὰν [[μέλος]] [[ὑπὲρ]] πολιᾶς ἁλὸς πέμπεται (P. 2.67) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> [[red]] πέτρας [[φοίνισσα]] κυλινδομένα φλὸξ ἐς βαθεῖαν φέρει πόντου πλάκα (P. 1.24) [[φοίνισσα]] δὲ Θρηικίων ἀγέλα ταύρων (P. 4.205)
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-οίνικος, ό, και τ. επιθ. θηλ. [[φοίνισσα]], Α<br /><b>1.</b> βαθυκόκκινο, πορφυρό [[χρώμα]] που παρασκεύαζαν οι Φοίνικες από ορισμένα κοχύλια και το οποίο χρησιμοποιούσαν στην [[υφαντουργία]] («ζωστῆρα... φοίνικι φαεινόν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (γενικά) [[ερυθρότητα]]<br /><b>3.</b> [[είδος]] ψαριού<br /><b>4.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτός που έχει βαθυκόκκινο [[χρώμα]], [[πορφυρός]] (α. «ταῦροι... φοίνικες», <b>Θεόκρ.</b><br />β. «πυρὸς φοίνικι πνοᾷ», <b>Ευρ.</b><br />γ. «[[φοίνισσα]]... [[φλόξ]]», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[φοῖνιξ]] [[πρέπει]] να συνδεθεί με το επίθ. [[φοινός]] «[[κόκκινος]]» και ερμηνεύεται, [[κατά]] μία [[άποψη]], ως παρ. του επιθ. [[αυτού]] με το σπάνιο [[επίθημα]] -<i>ιξ</i>, -<i>ικος</i> ([[πρβλ]]. [[κίλιξ]], [[πέρδιξ]]), ενώ, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ως σύνθ. με β' συνθετικό το θ. <i>ә</i><sub>3</sub><i>ek</i><sup>w</sup>- / -<i>ә</i><sub>3</sub><i>k</i><sup>w</sup>- [[ὄπωπα]] (<b>πρβλ.</b> [[αἰθός]]: <i>Αἴθιξ</i>). Σύμφωνα με αυτήν την ετυμολόγηση του τ. [[φοῖνιξ]], αρχική σημ. της λ. [[πρέπει]] να [[είναι]] η σημ. «[[κόκκινος]], [[πυρρόξανθος]]», [[άποψη]] που ενισχύεται και από άλλα δεδομένα, όπως η σημ. του μυκηναϊκού τ. <i>ponikija</i> «[[βαφή]] κόκκινου χρώματος» (<b>βλ. λ.</b> [[φοινίκιος]] [Ι]) και του τ. [[φοινικοπάρηος]] «(για πλοία) αυτός που έχει κόκκινες, βαμμένες με πορφυρό [[χρώμα]] τις δύο πλευρές της πλώρης», [[αλλά]] και η ονομ. [[Φοῖνιξ]] ενός ποταμού [[κοντά]] στις Θερμοπύλες με κοκκινωπά νερά λόγω του σιδήρου που περιέχουν. Στη [[συνέχεια]] η λ. [[φοῖνιξ]] χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει και το πορφυρό [[χρώμα]]. Τέλος, από τον τ. [[φοῖνιξ]] προήλθε και το κύριο όν. [[Φοῖνιξ]], του παιδαγωγού του Αχιλλέως, ο [[οποίος]] ονομάστηκε [[έτσι]] από το κόκκινο [[χρώμα]] τών μαλλιών του ή από το κοκκινισμένο από τον ήλιο [[δέρμα]] του].<br /><b>(II)</b><br />-ικος, ὁ, Α<br />[[είδος]] μουσικού οργάνου φοινικικής προέλευσης, που [[πιθανώς]] είχε το [[σχήμα]] κιθάρας και κατασκευαζόταν από [[ξύλο]] φοίνικα της Δήλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Είδος μουσικού οργάνου ξενικής [[μάλλον]] προέλευσης, φοινικικής [[κατά]] μία [[άποψη]], [[οπότε]] δικαιολογείται και η [[προέλευση]] της ονομασίας του από το όν. [[Φοῖνιξ]]. Η [[άποψη]] ότι το όργανο ονομάστηκε [[έτσι]] [[επειδή]] οι λαβές του ήταν κατασκευασμένες από [[ξύλο]] φοίνικα της Δήλου (<b>βλ. λ.</b> [[φοίνικας]] [Ι]) προσκρούει στη [[μαρτυρία]] του Ηροδότου, σύμφωνα με την οποία οι λαβές αυτές κατασκευάζονταν από κέρατα ζώων].<br /><b>(III)</b><br />-οίνικος, ὁ, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[φοίνικας]] (Ι).<br /><b>(IV)</b><br />-οίνικος, ὁ, Α<br /><b>βλ.</b> [[φοίνικας]] (II).
}}
}}