ολιγάνθρωπος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick

Menander, Monostichoi, 184
(28)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὀλιγάνθρωπος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για [[χώρα]], [[πόλη]]) αυτός που κατοικείται από λίγους ανθρώπους, που έχει λίγο πληθυσμό («[[Σπάρτη]] τῶν ὀλιγανθρωποτάτων [[πόλεων]] οὖσα», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που σύγκειται, που απαρτίζεται από λίγους ανθρώπους («τὴν σύναξιν ταύτην τὴν ὀλιγάνθρωπον», Ιωάνν. Χρυσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀλιγ</i>(<i>ο</i>)- (<b>βλ. λ.</b> <i>λιγο</i>-) <span style="color: red;">+</span> [[ἄνθρωπος]] (<b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-[[άνθρωπος]])].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὀλιγάνθρωπος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για [[χώρα]], [[πόλη]]) αυτός που κατοικείται από λίγους ανθρώπους, που έχει λίγο πληθυσμό («[[Σπάρτη]] τῶν ὀλιγανθρωποτάτων [[πόλεων]] οὖσα», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που σύγκειται, που απαρτίζεται από λίγους ανθρώπους («τὴν σύναξιν ταύτην τὴν ὀλιγάνθρωπον», Ιωάνν. Χρυσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀλιγ</i>(<i>ο</i>)- (<b>βλ. λ.</b> <i>λιγο</i>-) <span style="color: red;">+</span> [[ἄνθρωπος]] ([[πρβλ]]. [[πολυάνθρωπος]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:55, 8 May 2023

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὀλιγάνθρωπος, -ον)
1. (για χώρα, πόλη) αυτός που κατοικείται από λίγους ανθρώπους, που έχει λίγο πληθυσμό («Σπάρτη τῶν ὀλιγανθρωποτάτων πόλεων οὖσα», Ξεν.)
2. αυτός που σύγκειται, που απαρτίζεται από λίγους ανθρώπους («τὴν σύναξιν ταύτην τὴν ὀλιγάνθρωπον», Ιωάνν. Χρυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + ἄνθρωπος (πρβλ. πολυάνθρωπος)].