πατριδοκάπηλος: Difference between revisions

From LSJ

Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut

Menander, Monostichoi, 399
(31)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br />αυτός που καπηλεύεται, που εκμεταλλεύεται την [[ιδέα]] της πατρίδας, που υποκρίνεται τον πατριώτη, τον φιλόπατρι, και στο όνομα της πατρίδας επιδιώκει την [[ικανοποίηση]] ατομικών συμφερόντων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πατρίδα]] <span style="color: red;">+</span> [[κάπηλος]] (<b>πρβλ.</b> <i>αρχαιο</i>-[[κάπηλος]]). Η λ. στον πληθ. <i>πατριδοκάπηλοι</i> μαρτυρείται από το 1897 στην [[εφημερίδα]] <i>Ἀκρόπολις</i>].
|mltxt=ο<br />αυτός που καπηλεύεται, που εκμεταλλεύεται την [[ιδέα]] της πατρίδας, που υποκρίνεται τον πατριώτη, τον φιλόπατρι, και στο όνομα της πατρίδας επιδιώκει την [[ικανοποίηση]] ατομικών συμφερόντων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πατρίδα]] <span style="color: red;">+</span> [[κάπηλος]] ([[πρβλ]]. [[αρχαιοκάπηλος]]). Η λ. στον πληθ. <i>πατριδοκάπηλοι</i> μαρτυρείται από το 1897 στην [[εφημερίδα]] <i>Ἀκρόπολις</i>].
}}
}}

Latest revision as of 15:04, 8 May 2023

Greek Monolingual

ο
αυτός που καπηλεύεται, που εκμεταλλεύεται την ιδέα της πατρίδας, που υποκρίνεται τον πατριώτη, τον φιλόπατρι, και στο όνομα της πατρίδας επιδιώκει την ικανοποίηση ατομικών συμφερόντων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατρίδα + κάπηλος (πρβλ. αρχαιοκάπηλος). Η λ. στον πληθ. πατριδοκάπηλοι μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ἀκρόπολις].