υπεξούσιος: Difference between revisions
From LSJ
(43) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο / [[ὑπεξούσιος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που βρίσκεται υπό την [[εξουσία]] άλλου, εξαρτημένος<br /><b>2.</b> (για ανήλικο [[παιδί]]) αυτός που βρίσκεται υπό την [[κηδεμονία]] τών γονιών του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἐξουσία]] ( | |mltxt=-α, -ο / [[ὑπεξούσιος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που βρίσκεται υπό την [[εξουσία]] άλλου, εξαρτημένος<br /><b>2.</b> (για ανήλικο [[παιδί]]) αυτός που βρίσκεται υπό την [[κηδεμονία]] τών γονιών του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἐξουσία]] ([[πρβλ]]. [[συνεξούσιος]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:07, 8 May 2023
Greek Monolingual
-α, -ο / ὑπεξούσιος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που βρίσκεται υπό την εξουσία άλλου, εξαρτημένος
2. (για ανήλικο παιδί) αυτός που βρίσκεται υπό την κηδεμονία τών γονιών του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐξουσία (πρβλ. συνεξούσιος)].