συνεξούσιος
From LSJ
Σαυτὸν φύλαττε τοῖς τροποῖς ἐλεύθερον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Bewahre deine Freiheit dir durch deine Art
English (LSJ)
ὁ, perhaps fellow-magistrate, Sammelb.343.
Greek Monolingual
ὁ, Α
πιθ. αυτός που εξουσιάζει μαζί με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐξουσία (πρβλ. ὑπεξούσιος)].