φιλοδαίμων: Difference between revisions

From LSJ

ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source
(45)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που λατρεύει τους δαίμονες, τα ψεύτικα είδωλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[δαίμων]] (<b>πρβλ.</b> <i>κακο</i>-[[δαίμων]])].
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που λατρεύει τους δαίμονες, τα ψεύτικα είδωλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[δαίμων]] ([[πρβλ]]. [[κακοδαίμων]])].
}}
{{pape
|ptext=ονος, <i>[[Dämonen]], [[Götzen]] [[liebend]], [[verehrend]]</i>, K.S.
}}
}}

Latest revision as of 15:15, 8 May 2023

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοδαίμων: -ον, γεν. ονος, ὁ φιλῶν τοὺς δαίμονας ἢ τὰ εἴδωλα, Γρηγ. Ναζ. τ. 1, σ. 88Β, τ. 2, σ. 141, 74.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που λατρεύει τους δαίμονες, τα ψεύτικα είδωλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + δαίμων (πρβλ. κακοδαίμων)].

German (Pape)

ονος, Dämonen, Götzen liebend, verehrend, K.S.