πανσθενουργός: Difference between revisions

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
(30)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-όν, Μ<br />αυτός που μπορεί να κάνει τα [[πάντα]], [[παντοδύναμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πανσθενής]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>πρβλ.</b> <i>μεγαλ</i>-<i>ουργός</i>].
|mltxt=-όν, Μ<br />αυτός που μπορεί να κάνει τα [[πάντα]], [[παντοδύναμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πανσθενής]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), [[πρβλ]]. [[μεγαλουργός]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:10, 10 May 2023

Greek (Liddell-Scott)

πανσθενουργός: -όν, ὁ τὰ πάντα δυνάμενος νὰ ποιήσῃ, Ἰωσήφ τοῦ Ρακενδ. στίχ. Ἰαμβ. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 3, σ. 474, 10.

Greek Monolingual

-όν, Μ
αυτός που μπορεί να κάνει τα πάντα, παντοδύναμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πανσθενής + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. μεγαλουργός].