πλημμυροπαθής: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς αἰσχρὸν ἀνθρώποισίν ἐστ' ἀπληστία → Quam turpe hominibus est intemperantia → Wie schändlich ist doch für die Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 561
(33)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Ν<br /><b>1.</b> (για χώρες, περιοχές)<br />αυτός που έχει πληγεί από πλημμύρες<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει υποστεί ζημίες λόγω πλημμύρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλημμύρα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>παθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πάθος]] <span style="color: red;"><</span> [[πάσχω]]), <b>πρβλ.</b> <i>σεισμο</i>-<i>παθής</i>].
|mltxt=-ές, Ν<br /><b>1.</b> (για χώρες, περιοχές)<br />αυτός που έχει πληγεί από πλημμύρες<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει υποστεί ζημίες λόγω πλημμύρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλημμύρα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>παθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πάθος]] <span style="color: red;"><</span> [[πάσχω]]), [[πρβλ]]. [[σεισμοπαθής]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:10, 10 May 2023

Greek Monolingual

-ές, Ν
1. (για χώρες, περιοχές)
αυτός που έχει πληγεί από πλημμύρες
2. (για πρόσ.) αυτός που έχει υποστεί ζημίες λόγω πλημμύρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλημμύρα + -παθής (< πάθος < πάσχω), πρβλ. σεισμοπαθής].