πολυκλόνητος: Difference between revisions

From LSJ

ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσίαpassionate friendship between males

Source
(33)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που κλονίζεται πολύ<br /><b>2.</b> αυτός που κινείται πολύ ή [[πάντοτε]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κλόνητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλονίζω]]), <b>πρβλ.</b> <i>α</i>-<i>κλόνητος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που κλονίζεται πολύ<br /><b>2.</b> αυτός που κινείται πολύ ή [[πάντοτε]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κλόνητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλονίζω]]), [[πρβλ]]. [[ακλόνητος]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:18, 10 May 2023

German (Pape)

[Seite 664] viel bewegt, Synes.

Greek (Liddell-Scott)

πολυκλόνητος: -ον, ὁ πολὺ κλονούμενος, πολὺ ἢ πάντοτε κινούμενος, Συνέσ. 98Α.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που κλονίζεται πολύ
2. αυτός που κινείται πολύ ή πάντοτε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κλόνητος (< κλονίζω), πρβλ. ακλόνητος].