υψήνωρ: Difference between revisions

From LSJ

φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft

Source
(44)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ορος, ὁ, ἡ, ΜΑ<br /><b>μτφ.</b> αυτός που εμψυχώνει τους άνδρες, που τους ανυψώνει το ηθικό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψι</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ήνωρ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀνήρ]]), <b>πρβλ.</b> <i>μεγαλ</i>-<i>ήνωρ</i>].
|mltxt=-ορος, ὁ, ἡ, ΜΑ<br /><b>μτφ.</b> αυτός που εμψυχώνει τους άνδρες, που τους ανυψώνει το ηθικό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψι</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ήνωρ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀνήρ]]), [[πρβλ]]. [[μεγαλήνωρ]]].
}}
}}

Latest revision as of 12:00, 10 May 2023

Greek Monolingual

-ορος, ὁ, ἡ, ΜΑ
μτφ. αυτός που εμψυχώνει τους άνδρες, που τους ανυψώνει το ηθικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -ήνωρ (< ἀνήρ), πρβλ. μεγαλήνωρ].