σμικρίνης: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''σμῑκρίνης:''' ου (ῐν) ὁ мелочный человек, скупец, скряга (обычный тип в новоатт. комедии) Men.
|elrutext='''σμῑκρίνης:''' ου (ῐν) ὁ [[мелочный человек]], [[скупец]], [[скряга]] (обычный тип в новоатт. комедии) Men.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 08:22, 11 May 2023

German (Pape)

[Seite 911] ὁ, ein kleinlich Geiziger, ein Filz, Knicker; Charactername des Geizhalses in der neuen griech. Comödie, wie Harpagon in der französischen; Jac. lect. Stob. p. 97; Mein. Menandr. p. 64. 565.

Russian (Dvoretsky)

σμῑκρίνης: ου (ῐν) ὁ мелочный человек, скупец, скряга (обычный тип в новоатт. комедии) Men.

Greek (Liddell-Scott)

σμῑκρίνης: [κρῐ], ου, ὁ, ὁ περὶ σμικρῶν σκεπτόμενος, μικρολόγος, φιλάργυρος· κεῖται δὲ ὡς προσηγορικὸν ὄνομα ἐν τῇ νέᾳ κωμῳδίᾳ ὡς ἐν τῇ Γαλλικῇ τὸ Harpagon, Μένανδρ. ἐν «Ἀσπίδι» 3, «Ἐπιτρ.» 5, πρβλ. Ἀλκίφρ. 3. 43.

Greek Monolingual

ὁ, Α
άτομο που ασχολείται με ασήμαντα πράγματα, μικρολόγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σμικρός / μικρός + επίθημα -ίνης (πρβλ. Αισχ-ίνης)].