πηγαδήσιος: Difference between revisions

From LSJ

Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel

Source
(32)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο, Ν<br />αυτός που προέρχεται από [[πηγάδι]] («πηγαδήσιο [[νερό]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πηγάδι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήσιος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>βουν</i>-<i>ήσιος</i>)].
|mltxt=-α, -ο, Ν<br />αυτός που προέρχεται από [[πηγάδι]] («πηγαδήσιο [[νερό]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πηγάδι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήσιος</i> ([[πρβλ]]. [[βουνήσιος]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:54, 11 May 2023

Greek Monolingual

-α, -ο, Ν
αυτός που προέρχεται από πηγάδι («πηγαδήσιο νερό»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πηγάδι + κατάλ. -ήσιος (πρβλ. βουνήσιος)].