πηγάδι

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source

Greek Monolingual

το / πηγάδιον και πηγάδιν, ΝΜ
νεοελλ.
1. βαθύ τεχνητό όρυγμα κυλινδρικού σχήματος για την άντληση νερού, φρέαρ
2. κάθε όρυγμα που φτάνει σε κοίτασμα μετάλλου ή ορυκτού
3. απότομη διαφορά βάθους του θαλάσσιου βυθού, που περιορίζεται σε μικρή έκταση
μσν.
μικρή πηγή, πηγούλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πηγή + υποκορ. κατάλ. -άδιον (πρβλ. κηπάδιον)].