πηγάδι

From LSJ

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563

Greek Monolingual

το / πηγάδιον και πηγάδιν, ΝΜ
νεοελλ.
1. βαθύ τεχνητό όρυγμα κυλινδρικού σχήματος για την άντληση νερού, φρέαρ
2. κάθε όρυγμα που φτάνει σε κοίτασμα μετάλλου ή ορυκτού
3. απότομη διαφορά βάθους του θαλάσσιου βυθού, που περιορίζεται σε μικρή έκταση
μσν.
μικρή πηγή, πηγούλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πηγή + υποκορ. κατάλ. -άδιον (πρβλ. κηπάδιον)].