ποταμήσιος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source
(33)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο, Ν<br />αυτός που ανήκει στο [[ποτάμι]] ή προέρχεται από αυτό (α. «ποταμήσια [[άμμος]]» β. «ποταμήσια ψάρια»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποταμός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήσιος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>βουν</i>-<i>ήσιος</i>)].
|mltxt=-α, -ο, Ν<br />αυτός που ανήκει στο [[ποτάμι]] ή προέρχεται από αυτό (α. «ποταμήσια [[άμμος]]» β. «ποταμήσια ψάρια»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποταμός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήσιος</i> ([[πρβλ]]. [[βουνήσιος]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:05, 11 May 2023

Greek Monolingual

-α, -ο, Ν
αυτός που ανήκει στο ποτάμι ή προέρχεται από αυτό (α. «ποταμήσια άμμος» β. «ποταμήσια ψάρια»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + κατάλ. -ήσιος (πρβλ. βουνήσιος)].