συμβουλάτορας: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και, διαλ. τ. [[συβουλάτορας]], ο, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που δίνει συμβουλές σε άλλον ή σε άλλους<br /><b>2.</b> (παλαιότερα) [[σύμβουλος]] κάποιου, [[ιδίως]] άρχοντα («οι συμβουλάτορες του [[ρήγα]]»)<br /><b>3.</b> <b>ειρων.</b> αυτός που προθυμοποιείται να δώσει [[απρόσκλητος]] συμβουλές σε όλους και για όλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σύμβουλος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άτορας</i> (<b>πρβλ.</b> <i>εστι</i>-<i>άτορας</i>). Η λ., στον λόγιο τ. <i>συμβουλάτωρ</i>, μαρτυρείται από 1772 στον Ιω. Αδάμη].
|mltxt=και, διαλ. τ. [[συβουλάτορας]], ο, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που δίνει συμβουλές σε άλλον ή σε άλλους<br /><b>2.</b> (παλαιότερα) [[σύμβουλος]] κάποιου, [[ιδίως]] άρχοντα («οι συμβουλάτορες του [[ρήγα]]»)<br /><b>3.</b> <b>ειρων.</b> αυτός που προθυμοποιείται να δώσει [[απρόσκλητος]] συμβουλές σε όλους και για όλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σύμβουλος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άτορας</i> ([[πρβλ]]. [[εστιάτορας]]). Η λ., στον λόγιο τ. <i>συμβουλάτωρ</i>, μαρτυρείται από 1772 στον Ιω. Αδάμη].
}}
}}

Latest revision as of 16:24, 11 May 2023

Greek Monolingual

και, διαλ. τ. συβουλάτορας, ο, Ν
1. αυτός που δίνει συμβουλές σε άλλον ή σε άλλους
2. (παλαιότερα) σύμβουλος κάποιου, ιδίως άρχοντα («οι συμβουλάτορες του ρήγα»)
3. ειρων. αυτός που προθυμοποιείται να δώσει απρόσκλητος συμβουλές σε όλους και για όλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύμβουλος + κατάλ. -άτορας (πρβλ. εστιάτορας). Η λ., στον λόγιο τ. συμβουλάτωρ, μαρτυρείται από 1772 στον Ιω. Αδάμη].