ψιλικατζής: Difference between revisions
From LSJ
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, θηλ. ψιλικατζού, Ν<br /><b>1.</b> [[πωλητής]] ψιλικών, [[ιδιοκτήτης]] ψιλικατζήδικου<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που επιδιώκει να αποκομίζει μικρά ωφέλη, που έχει μικρές φιλοδοξίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψιλικά]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τζής</i> ([[πρβλ]]. | |mltxt=ο, θηλ. ψιλικατζού, Ν<br /><b>1.</b> [[πωλητής]] ψιλικών, [[ιδιοκτήτης]] ψιλικατζήδικου<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που επιδιώκει να αποκομίζει μικρά ωφέλη, που έχει μικρές φιλοδοξίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψιλικά]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τζής</i> ([[πρβλ]]. [[ταξιτζής]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:05, 13 May 2023
Greek Monolingual
ο, θηλ. ψιλικατζού, Ν
1. πωλητής ψιλικών, ιδιοκτήτης ψιλικατζήδικου
2. μτφ. αυτός που επιδιώκει να αποκομίζει μικρά ωφέλη, που έχει μικρές φιλοδοξίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλικά + κατάλ. -τζής (πρβλ. ταξιτζής)].