λικροί: Difference between revisions

From LSJ

Αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → You will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is

Plutarch, De virtute et vitio
(6_15)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=likroi
|Transliteration C=likroi
|Beta Code=likroi/
|Beta Code=likroi/
|Definition=<b class="b3">οἱ ὔζοι τῶν ἐλαφείων κεράτων</b>, Hsch. (also λεκροί Id.). λίκτης, ου, ὁ, (λείχω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">one that licks</b>, Gloss. (better λείκτης).</span>
|Definition=<b class="b3">οἱ ὔζοι τῶν ἐλαφείων κεράτων</b>, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] (also [[λεκροί]] Id.). λίκτης, ου, ὁ, ([[λείχω]]) [[one that licks]], ''Glossaria'' (better [[λείκτης]]).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λικροί''': οἱ, οἱ ὄζοι, [[ἤτοι]] κλάδοι τῶν ἐλαφείων κεράτων, Ἡσύχ.
|lstext='''λικροί''': οἱ, οἱ ὄζοι, [[ἤτοι]] κλάδοι τῶν ἐλαφείων κεράτων, Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[λικροί]] και [[λεκροί]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «οἱ ὄζοι τῶν ἐλαφείων κεράτων».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. συνδέεται με τη λ. [[λέχριος]]].
}}
}}

Latest revision as of 09:15, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λικροί Medium diacritics: λικροί Low diacritics: λικροί Capitals: ΛΙΚΡΟΙ
Transliteration A: likroí Transliteration B: likroi Transliteration C: likroi Beta Code: likroi/

English (LSJ)

οἱ ὔζοι τῶν ἐλαφείων κεράτων, Hsch. (also λεκροί Id.). λίκτης, ου, ὁ, (λείχω) one that licks, Glossaria (better λείκτης).

Greek (Liddell-Scott)

λικροί: οἱ, οἱ ὄζοι, ἤτοι κλάδοι τῶν ἐλαφείων κεράτων, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

λικροί και λεκροί (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «οἱ ὄζοι τῶν ἐλαφείων κεράτων».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τη λ. λέχριος].