λικροί: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
(8) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=likroi | |Transliteration C=likroi | ||
|Beta Code=likroi/ | |Beta Code=likroi/ | ||
|Definition=<b class="b3">οἱ ὔζοι τῶν ἐλαφείων κεράτων</b>, Hsch. (also λεκροί Id.). λίκτης, ου, ὁ, (λείχω) < | |Definition=<b class="b3">οἱ ὔζοι τῶν ἐλαφείων κεράτων</b>, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] (also [[λεκροί]] Id.). λίκτης, ου, ὁ, ([[λείχω]]) [[one that licks]], ''Glossaria'' (better [[λείκτης]]). | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''λικροί''': οἱ, οἱ ὄζοι, [[ἤτοι]] κλάδοι τῶν ἐλαφείων κεράτων, Ἡσύχ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λικροί]] και [[λεκροί]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «οἱ ὄζοι τῶν ἐλαφείων κεράτων».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. συνδέεται με τη λ. [[λέχριος]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:15, 25 August 2023
English (LSJ)
οἱ ὔζοι τῶν ἐλαφείων κεράτων, Hsch. (also λεκροί Id.). λίκτης, ου, ὁ, (λείχω) one that licks, Glossaria (better λείκτης).
Greek (Liddell-Scott)
λικροί: οἱ, οἱ ὄζοι, ἤτοι κλάδοι τῶν ἐλαφείων κεράτων, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
λικροί και λεκροί (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «οἱ ὄζοι τῶν ἐλαφείων κεράτων».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τη λ. λέχριος].