πολυανώδυνος: Difference between revisions
From LSJ
(6_17) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=polyanodynos | |Transliteration C=polyanodynos | ||
|Beta Code=poluanw/dunos | |Beta Code=poluanw/dunos | ||
|Definition= | |Definition=πολυανώδυνον, [[with much anodyne power]], = [[κώνειον]], Ps.-Dsc. 4.78. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολυανώδῠνος''': -ον, ὁ ἔχων πολλὴν δύναμιν πρὸς καταστολὴν τῶν πόνων, ἕτερον [[ὄνομα]] τοῦ κωνείου, Διοσκ. (ἐν τοῖς νόθοις) 4 79. | |lstext='''πολυανώδῠνος''': -ον, ὁ ἔχων πολλὴν δύναμιν πρὸς καταστολὴν τῶν πόνων, ἕτερον [[ὄνομα]] τοῦ κωνείου, Διοσκ. (ἐν τοῖς νόθοις) 4 79. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[δύναμη]] για [[καταστολή]] τών πόνων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀνώδυνος]] «αυτός που καταστέλλει τους πόνους»]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:28, 25 August 2023
English (LSJ)
πολυανώδυνον, with much anodyne power, = κώνειον, Ps.-Dsc. 4.78.
Greek (Liddell-Scott)
πολυανώδῠνος: -ον, ὁ ἔχων πολλὴν δύναμιν πρὸς καταστολὴν τῶν πόνων, ἕτερον ὄνομα τοῦ κωνείου, Διοσκ. (ἐν τοῖς νόθοις) 4 79.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει μεγάλη δύναμη για καταστολή τών πόνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ἀνώδυνος «αυτός που καταστέλλει τους πόνους»].