νεοκέντητος: Difference between revisions
From LSJ
ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver
(6_17) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=neokentitos | |Transliteration C=neokentitos | ||
|Beta Code=neoke/nthtos | |Beta Code=neoke/nthtos | ||
|Definition= | |Definition=νεοκέντητον, [[newly planted]], of vines, Hero ''*Geom''.23.68. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νεοκέντητος''': -ον, νεωστὶ κεντηθείς, ἐγκεντρισθείς, ἐπὶ ἀμπέλου, Ἥρων Νεώτ. 222, 19. | |lstext='''νεοκέντητος''': -ον, νεωστὶ κεντηθείς, ἐγκεντρισθείς, ἐπὶ ἀμπέλου, Ἥρων Νεώτ. 222, 19. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νεοκέντητος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για τα σταφύλια) αυτός που εμβολιάστηκε με εγκεντρισμό πρόσφατα<br /><b>2.</b> αυτός που φυτεύθηκε πρόσφατα. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:32, 25 August 2023
English (LSJ)
νεοκέντητον, newly planted, of vines, Hero *Geom.23.68.
Greek (Liddell-Scott)
νεοκέντητος: -ον, νεωστὶ κεντηθείς, ἐγκεντρισθείς, ἐπὶ ἀμπέλου, Ἥρων Νεώτ. 222, 19.
Greek Monolingual
νεοκέντητος, -ον (Α)
1. (για τα σταφύλια) αυτός που εμβολιάστηκε με εγκεντρισμό πρόσφατα
2. αυτός που φυτεύθηκε πρόσφατα.