ἄψητος: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
(3) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=apsitos | |Transliteration C=apsitos | ||
|Beta Code=a)/yhtos | |Beta Code=a)/yhtos | ||
|Definition=<b | |Definition=[[ἀνυπότακτος]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[ἀνυπότακτος]] Hsch. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἄψητος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[αδάμαστος]], [[ανυπότακτος]]<br /><b>2.</b> (για [[μετάξι]]) που δεν έβρασε για να γίνει [[λευκό]] και στιλπνό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει ψηθεί ή δεν έχει βράσει αρκετά<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που βράζει ή ψήνεται δύσκολα<br /><b>3.</b> ο [[ωμός]]<br /><b>4.</b> ο [[ανώριμος]]<br /><b>5.</b> (για ανθρώπους) α) [[αγύμναστος]], [[άπειρος]]<br />β) [[νωθρός]]<br />γ) (για δουλειές) αυτός που δεν έχει [[ακόμη]] ολοκληρωθεί. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:42, 25 August 2023
English (LSJ)
Spanish (DGE)
ἀνυπότακτος Hsch.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἄψητος, -ον)
1. αδάμαστος, ανυπότακτος
2. (για μετάξι) που δεν έβρασε για να γίνει λευκό και στιλπνό
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει ψηθεί ή δεν έχει βράσει αρκετά
2. εκείνος που βράζει ή ψήνεται δύσκολα
3. ο ωμός
4. ο ανώριμος
5. (για ανθρώπους) α) αγύμναστος, άπειρος
β) νωθρός
γ) (για δουλειές) αυτός που δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί.