μερόεν: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt beneTrotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht

Menander, Monostichoi, 163
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=meroen
|Transliteration C=meroen
|Beta Code=mero/en
|Beta Code=mero/en
|Definition=[[μεριστικόν]], Hsch.
|Definition=[[μεριστικόν]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μερόεν]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «μεριστικόν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέρος]], πιθ. λ. ποιητική, ουδ. ενός αμάρτυρου επιθ. [[μερόεις]]].
|mltxt=[[μερόεν]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «μεριστικόν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέρος]], πιθ. λ. ποιητική, ουδ. ενός αμάρτυρου επιθ. [[μερόεις]]].
}}
}}

Latest revision as of 09:42, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μερόεν Medium diacritics: μερόεν Low diacritics: μερόεν Capitals: ΜΕΡΟΕΝ
Transliteration A: meróen Transliteration B: meroen Transliteration C: meroen Beta Code: mero/en

English (LSJ)

μεριστικόν, Hsch.

Greek Monolingual

μερόεν (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μεριστικόν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέρος, πιθ. λ. ποιητική, ουδ. ενός αμάρτυρου επιθ. μερόεις].