κοιμισμός: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ θησαύρισμα κειμένη χάρις → Benefacta bene locata, thesaurus gravis → Ein schöner Schatz: ein Dank, den du zu Gute hast

Menander, Monostichoi, 295
(6_19)
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=koimismos
|Transliteration C=koimismos
|Beta Code=koimismo/s
|Beta Code=koimismo/s
|Definition=ὁ, ibid.
|Definition=ὁ, = [[κοίμισις]], Sch. DT. p. 23 H.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κοιμισμός''': -οῦ, ὁ, ἢ [[κοίμισις]] ἢ ἀποκοίμισις, μεταφ. ἡ μεταβολὴ τοῦ τόνου ἀπὸ ὀξέος εἰς βαρύν, Α. Β. 756.
|lstext='''κοιμισμός''': -οῦ, ὁ, ἢ [[κοίμισις]] ἢ ἀποκοίμισις, μεταφ. ἡ μεταβολὴ τοῦ τόνου ἀπὸ ὀξέος εἰς βαρύν, Α. Β. 756.
}}
{{grml
|mltxt=[[κοιμισμός]], ὁ (Α) [[κοιμίζω]]<br />η [[κοίμισις]].
}}
}}

Latest revision as of 09:47, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοιμισμός Medium diacritics: κοιμισμός Low diacritics: κοιμισμός Capitals: ΚΟΙΜΙΣΜΟΣ
Transliteration A: koimismós Transliteration B: koimismos Transliteration C: koimismos Beta Code: koimismo/s

English (LSJ)

ὁ, = κοίμισις, Sch. DT. p. 23 H.

Greek (Liddell-Scott)

κοιμισμός: -οῦ, ὁ, ἢ κοίμισις ἢ ἀποκοίμισις, μεταφ. ἡ μεταβολὴ τοῦ τόνου ἀπὸ ὀξέος εἰς βαρύν, Α. Β. 756.

Greek Monolingual

κοιμισμός, ὁ (Α) κοιμίζω
η κοίμισις.