τετρίγει: Difference between revisions

From LSJ

τὴν οἴησιν ἔλεγε προκοπῆς ἐγκοπήν → he used to say, Opinion forming is the stoppage of progress

Source
(4b)
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tetrigei
|Transliteration C=tetrigei
|Beta Code=tetri/gei
|Beta Code=tetri/gei
|Definition=τετρῑγυῖα, τετρῑγῶτας, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[τρίζω]].</span>
|Definition=τετρῑγυῖα, τετρῑγῶτας, v. [[τρίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''τετρίγει:''' эп. 3 л. sing. ppf. к [[τρίζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 17: Line 20:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τετρίγει:''' [ῑ], Επικ. γʹ ενικ. υπερσ. του [[τρίζω]]· τετρῑγῶς, <i>-υῖα</i>, μτχ. παρακ.· τετρῑγῶτας, Επικ. αντί <i>τετριγότας</i>, αιτ. πληθ.
|lsmtext='''τετρίγει:''' [ῑ], Επικ. γʹ ενικ. υπερσ. του [[τρίζω]]· τετρῑγῶς, <i>-υῖα</i>, μτχ. παρακ.· τετρῑγῶτας, Επικ. αντί <i>τετριγότας</i>, αιτ. πληθ.
}}
{{elru
|elrutext='''τετρίγει:''' эп. 3 л. sing. ppf. к [[τρίζω]].
}}
}}

Latest revision as of 09:48, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρίγει Medium diacritics: τετρίγει Low diacritics: τετρίγει Capitals: ΤΕΤΡΙΓΕΙ
Transliteration A: tetrígei Transliteration B: tetrigei Transliteration C: tetrigei Beta Code: tetri/gei

English (LSJ)

τετρῑγυῖα, τετρῑγῶτας, v. τρίζω.

Russian (Dvoretsky)

τετρίγει: эп. 3 л. sing. ppf. к τρίζω.

Greek (Liddell-Scott)

τετρίγει: τετρῑγυῖα, τετρῑγῶτας, ἴδε τρίζω,

English (Autenrieth)

see τρίζω.

Greek Monotonic

τετρίγει: [ῑ], Επικ. γʹ ενικ. υπερσ. του τρίζω· τετρῑγῶς, -υῖα, μτχ. παρακ.· τετρῑγῶτας, Επικ. αντί τετριγότας, αιτ. πληθ.