νοερός: Difference between revisions

139 bytes removed ,  25 August 2023
m
LSJ1 replacement
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=noeros
|Transliteration C=noeros
|Beta Code=noero/s
|Beta Code=noero/s
|Definition=ά, όν, [[intellectual]], ψυχαὶ ἀναθυμιώμεναι νοεραὶ ἀεὶ γίνονται <span class="bibl">Heraclit.12</span>, cf. Pl.<span class="title">Alc.</span>1.133c (v.l., Comp.); <b class="b3">ζῷον ἔμψυχον ν. τε καὶ λογικόν</b>, of the [[κόσμος]], Zeno Stoic.1.32, cf. <span class="bibl">Ti.Locr.99e</span>; <b class="b3">αἰσθητικώτερον καὶ νοερώτερον τὸ λεπτότερον [αἷμα</b>] <span class="bibl">Arist.<span class="title">PA</span>648a3</span>; ν. τόπος <span class="bibl">Id.<span class="title">Pr.</span> 954a35</span>; πνεῦμα ν. <span class="title">Placit.</span>1.7.19; νοεραὶ φρένες <span class="bibl">Nic.<span class="title">Al.</span>543</span>; <b class="b3">[θεὸν] νοερώτερον ἠὲ νόημα</b> Timo <span class="bibl">60</span>; opp. [[ἀσύνετος]], <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>7.325</span>, cf. <span class="bibl">Onos. 1.7</span>; [[epithet]] of Apollo, <span class="title">AP</span>9.525.14: Sup., <span class="bibl">Plot.6.6.8</span>. Adv. [[νοερῶς]] = in the [[spiritual]] [[sense]] or [[world]], ἴθι εἰς Χάρραν ν. <span class="bibl">Ph.1.629</span>, cf. <span class="bibl">Iamb.<span class="title">Myst.</span> 1.21</span>, <span class="bibl">Procl.<span class="title">Inst.</span>139</span>; [[falsa lectio|f.l.]] for [[νοερῷ]] in Herm. ap. Stob.1.49.44.
|Definition=ά, όν, [[intellectual]], ψυχαὶ ἀναθυμιώμεναι νοεραὶ ἀεὶ γίνονται Heraclit.12, cf. Pl.''Alc.''1.133c (v.l., Comp.); <b class="b3">ζῷον ἔμψυχον ν. τε καὶ λογικόν</b>, of the [[κόσμος]], Zeno Stoic.1.32, cf. Ti.Locr.99e; <b class="b3">αἰσθητικώτερον καὶ νοερώτερον τὸ λεπτότερον [αἷμα]</b> [[Aristotle|Arist.]]''[[De Partibus Animalium|PA]]''648a3; ν. τόπος Id.''Pr.'' 954a35; πνεῦμα ν. ''[[Placita Philosophorum|Placit.]]''1.7.19; νοεραὶ φρένες Nic.''Al.''543; [θεὸν] νοερώτερον ἠὲ νόημα Timo 60; opp. [[ἀσύνετος]], S.E.''M.''7.325, cf. Onos. 1.7; [[epithet]] of [[Apollo]], ''AP''9.525.14: Sup., Plot.6.6.8. Adv. [[νοερῶς]] = in the [[spiritual]] [[sense]] or [[world]], ἴθι εἰς Χάρραν ν. Ph.1.629, cf. Iamb.''Myst.'' 1.21, Procl.''Inst.''139; [[falsa lectio|f.l.]] for [[νοερῷ]] in Herm. ap. Stob.1.49.44.
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />qui concerne l'intelligence :<br /><b>1</b> [[de l'intelligence]], [[intellectuel]];<br /><b>2</b> [[doué d'intelligence]], [[intelligent]].<br />'''Étymologie:''' [[νόος]].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[verständig]]</i>; τὸ μὲν λογικόν ἐστι καὶ νοερόν, Tim.Locr. 99e; dem [[ἀσύνετος]] entggstzt, S.Emp. <i>adv. math</i>. 7.326. So heißt auch [[Apollo]], <i>Hymn. in Apoll</i>. (IX.525.14); πηγὰς νοερῶν ὑδάτων, poet. bei Porph. <i>de antr</i>. 8; Sp. auch adv.
}}
{{elru
|elrutext='''νοερός:'''<br /><b class="num">1</b> [[относящийся к разуму]], [[интеллектуальный]] ([[λογικός]] καὶ ν. Plat.);<br /><b class="num">2</b> [[разумный]], [[мудрый]] ([[Ἀπόλλων]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νοερός''': -ά, -όν, [[διανοητικός]], ἀναγόμενος εἰς τὸν νοῦν, Λατ. mentalis, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 133C, Τίμ. Λοκρ. 99Ε· αἰσθητικώτερον καὶ νοερώτερον τὸ λεπτότερον [[αἷμα]] Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 2, 5· φρένες νοεραὶ Νικ. Ἀλεξιφ. 566· ἀντίθετον τῷ [[ἀσύνετος]], Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 325· ἐπίθετ. τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἀνθ. Π. 9. 525, 14. ― Ἐπίρρ. νοερῶς, Θ. Στουδ. σ. 134D, κλ.
|lstext='''νοερός''': -ά, -όν, [[διανοητικός]], ἀναγόμενος εἰς τὸν νοῦν, Λατ. mentalis, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 133C, Τίμ. Λοκρ. 99Ε· αἰσθητικώτερον καὶ νοερώτερον τὸ λεπτότερον [[αἷμα]] Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 2, 5· φρένες νοεραὶ Νικ. Ἀλεξιφ. 566· ἀντίθετον τῷ [[ἀσύνετος]], Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 325· ἐπίθετ. τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἀνθ. Π. 9. 525, 14. ― Ἐπίρρ. νοερῶς, Θ. Στουδ. σ. 134D, κλ.
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />qui concerne l’intelligence :<br /><b>1</b> de l’intelligence, intellectuel;<br /><b>2</b> doué d'intelligence, intelligent.<br />'''Étymologie:''' [[νόος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[νοερός]], -ά, -όν, Α και [[νοηρός]], -ά, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που συλλαμβάνεται με τον νου, αυτός που γίνεται [[αντιληπτός]] μόνο με τον νου («ἀόρατε, ἀκατάληπτε Δημιουργὲ τῶν νοερῶν οὐσιῶν», Μηναί.)<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται, που συντελείται στο [[πεδίο]] του νου και όχι τών αισθήσεων, [[υπεραισθητός]] (α. «[[έξαφνα]] νοεράν οπτασίαν, την μορφήν της μητρός του», Παπαδ.<br />β. «νοερὸς [[γάμος]]», Πρόκλ.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει πνευματική [[σχέση]] με κάποιον, [[πνευματικός]]<br /><b>2.</b> (για λόγο) [[αλληγορικός]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ νοερόν</i><br />[[νοημοσύνη]], [[ευφυΐα]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «νοερὸς [[οἶκος]]» — η [[ψυχή]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που έχει νοητική [[ικανότητα]], [[νοήμων]], [[λογικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανάγεται στον νου, [[νοητικός]] («αἰσθητικώτερον καὶ νοερώτερον τὸ λεπτότερον ([[αἷμα]])», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μυαλωμένος]], [[συνετός]], [[νουνεχής]]<br /><b>3.</b> <b>εκκλ.</b> <b>φρ.</b> «νοεραὶ [[φύσεις]]» — οι άγγελοι. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[νοερώς]] και -<i>ά</i> (ΑΜ νοερῶς)<br />με νοερό τρόπο, [[νοερά]], με τον νου και όχι με τις αισθήσεις («θα [[είμαι]] [[πάντα]] [[κοντά]] σου [[νοερά]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νόος]] / [[νοῦς]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ερός</i> / -<i>ηρός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>στυγ</i>-<i>ερός</i>, <i>νοσ</i>-<i>ηρός</i>)].
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[νοερός]], -ά, -όν, Α και [[νοηρός]], -ά, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που συλλαμβάνεται με τον νου, αυτός που γίνεται [[αντιληπτός]] μόνο με τον νου («ἀόρατε, ἀκατάληπτε Δημιουργὲ τῶν νοερῶν οὐσιῶν», Μηναί.)<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται, που συντελείται στο [[πεδίο]] του νου και όχι τών αισθήσεων, [[υπεραισθητός]] (α. «[[έξαφνα]] νοεράν οπτασίαν, την μορφήν της μητρός του», Παπαδ.<br />β. «νοερὸς [[γάμος]]», Πρόκλ.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει πνευματική [[σχέση]] με κάποιον, [[πνευματικός]]<br /><b>2.</b> (για λόγο) [[αλληγορικός]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ νοερόν</i><br />[[νοημοσύνη]], [[ευφυΐα]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «νοερὸς [[οἶκος]]» — η [[ψυχή]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που έχει νοητική [[ικανότητα]], [[νοήμων]], [[λογικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανάγεται στον νου, [[νοητικός]] («αἰσθητικώτερον καὶ νοερώτερον τὸ λεπτότερον ([[αἷμα]])», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μυαλωμένος]], [[συνετός]], [[νουνεχής]]<br /><b>3.</b> <b>εκκλ.</b> <b>φρ.</b> «νοεραὶ [[φύσεις]]» — οι άγγελοι. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[νοερώς]] και -<i>ά</i> (ΑΜ νοερῶς)<br />με νοερό τρόπο, [[νοερά]], με τον νου και όχι με τις αισθήσεις («θα [[είμαι]] [[πάντα]] [[κοντά]] σου [[νοερά]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νόος]] / [[νοῦς]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ερός</i> / -<i>ηρός</i> (<b>πρβλ.</b> [[στυγερός]], [[νοσηρός]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νοερός:''' -ά, -όν ([[νόος]]), [[διανοητικός]], αυτός που ανάγεται στη νοητική [[λειτουργία]] του εγκεφάλου, σε Πλάτ. κ.λπ.
|lsmtext='''νοερός:''' -ά, -όν ([[νόος]]), [[διανοητικός]], αυτός που ανάγεται στη νοητική [[λειτουργία]] του εγκεφάλου, σε Πλάτ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''νοερός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[относящийся к разуму]], [[интеллектуальный]] ([[λογικός]] καὶ ν. Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[разумный]], [[мудрый]] ([[Ἀπόλλων]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[νοερός]], ή, όν [[νόος]]<br />[[intellectual]], Plat., etc.
|mdlsjtxt=[[νοερός]], ή, όν [[νόος]]<br />[[intellectual]], Plat., etc.
}}
}}