3,277,169
edits
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=noeros | |Transliteration C=noeros | ||
|Beta Code=noero/s | |Beta Code=noero/s | ||
|Definition=ά, όν, [[intellectual]], ψυχαὶ ἀναθυμιώμεναι νοεραὶ ἀεὶ γίνονται | |Definition=ά, όν, [[intellectual]], ψυχαὶ ἀναθυμιώμεναι νοεραὶ ἀεὶ γίνονται Heraclit.12, cf. Pl.''Alc.''1.133c (v.l., Comp.); <b class="b3">ζῷον ἔμψυχον ν. τε καὶ λογικόν</b>, of the [[κόσμος]], Zeno Stoic.1.32, cf. Ti.Locr.99e; <b class="b3">αἰσθητικώτερον καὶ νοερώτερον τὸ λεπτότερον [αἷμα]</b> [[Aristotle|Arist.]]''[[De Partibus Animalium|PA]]''648a3; ν. τόπος Id.''Pr.'' 954a35; πνεῦμα ν. ''[[Placita Philosophorum|Placit.]]''1.7.19; νοεραὶ φρένες Nic.''Al.''543; [θεὸν] νοερώτερον ἠὲ νόημα Timo 60; opp. [[ἀσύνετος]], S.E.''M.''7.325, cf. Onos. 1.7; [[epithet]] of [[Apollo]], ''AP''9.525.14: Sup., Plot.6.6.8. Adv. [[νοερῶς]] = in the [[spiritual]] [[sense]] or [[world]], ἴθι εἰς Χάρραν ν. Ph.1.629, cf. Iamb.''Myst.'' 1.21, Procl.''Inst.''139; [[falsa lectio|f.l.]] for [[νοερῷ]] in Herm. ap. Stob.1.49.44. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ά, όν :<br />qui concerne l'intelligence :<br /><b>1</b> [[de l'intelligence]], [[intellectuel]];<br /><b>2</b> [[doué d'intelligence]], [[intelligent]].<br />'''Étymologie:''' [[νόος]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>[[verständig]]</i>; τὸ μὲν λογικόν ἐστι καὶ νοερόν, Tim.Locr. 99e; dem [[ἀσύνετος]] entggstzt, S.Emp. <i>adv. math</i>. 7.326. So heißt auch [[Apollo]], <i>Hymn. in Apoll</i>. (IX.525.14); πηγὰς νοερῶν ὑδάτων, poet. bei Porph. <i>de antr</i>. 8; Sp. auch adv. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νοερός:'''<br /><b class="num">1</b> [[относящийся к разуму]], [[интеллектуальный]] ([[λογικός]] καὶ ν. Plat.);<br /><b class="num">2</b> [[разумный]], [[мудрый]] ([[Ἀπόλλων]] Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νοερός''': -ά, -όν, [[διανοητικός]], ἀναγόμενος εἰς τὸν νοῦν, Λατ. mentalis, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 133C, Τίμ. Λοκρ. 99Ε· αἰσθητικώτερον καὶ νοερώτερον τὸ λεπτότερον [[αἷμα]] Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 2, 5· φρένες νοεραὶ Νικ. Ἀλεξιφ. 566· ἀντίθετον τῷ [[ἀσύνετος]], Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 325· ἐπίθετ. τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἀνθ. Π. 9. 525, 14. ― Ἐπίρρ. νοερῶς, Θ. Στουδ. σ. 134D, κλ. | |lstext='''νοερός''': -ά, -όν, [[διανοητικός]], ἀναγόμενος εἰς τὸν νοῦν, Λατ. mentalis, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 133C, Τίμ. Λοκρ. 99Ε· αἰσθητικώτερον καὶ νοερώτερον τὸ λεπτότερον [[αἷμα]] Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 2, 5· φρένες νοεραὶ Νικ. Ἀλεξιφ. 566· ἀντίθετον τῷ [[ἀσύνετος]], Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 325· ἐπίθετ. τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἀνθ. Π. 9. 525, 14. ― Ἐπίρρ. νοερῶς, Θ. Στουδ. σ. 134D, κλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[νοερός]], -ά, -όν, Α και [[νοηρός]], -ά, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που συλλαμβάνεται με τον νου, αυτός που γίνεται [[αντιληπτός]] μόνο με τον νου («ἀόρατε, ἀκατάληπτε Δημιουργὲ τῶν νοερῶν οὐσιῶν», Μηναί.)<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται, που συντελείται στο [[πεδίο]] του νου και όχι τών αισθήσεων, [[υπεραισθητός]] (α. «[[έξαφνα]] νοεράν οπτασίαν, την μορφήν της μητρός του», Παπαδ.<br />β. «νοερὸς [[γάμος]]», Πρόκλ.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει πνευματική [[σχέση]] με κάποιον, [[πνευματικός]]<br /><b>2.</b> (για λόγο) [[αλληγορικός]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ νοερόν</i><br />[[νοημοσύνη]], [[ευφυΐα]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «νοερὸς [[οἶκος]]» — η [[ψυχή]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που έχει νοητική [[ικανότητα]], [[νοήμων]], [[λογικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανάγεται στον νου, [[νοητικός]] («αἰσθητικώτερον καὶ νοερώτερον τὸ λεπτότερον ([[αἷμα]])», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μυαλωμένος]], [[συνετός]], [[νουνεχής]]<br /><b>3.</b> <b>εκκλ.</b> <b>φρ.</b> «νοεραὶ [[φύσεις]]» — οι άγγελοι. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[νοερώς]] και -<i>ά</i> (ΑΜ νοερῶς)<br />με νοερό τρόπο, [[νοερά]], με τον νου και όχι με τις αισθήσεις («θα [[είμαι]] [[πάντα]] [[κοντά]] σου [[νοερά]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νόος]] / [[νοῦς]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ερός</i> / -<i>ηρός</i> (<b>πρβλ.</b> | |mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[νοερός]], -ά, -όν, Α και [[νοηρός]], -ά, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που συλλαμβάνεται με τον νου, αυτός που γίνεται [[αντιληπτός]] μόνο με τον νου («ἀόρατε, ἀκατάληπτε Δημιουργὲ τῶν νοερῶν οὐσιῶν», Μηναί.)<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται, που συντελείται στο [[πεδίο]] του νου και όχι τών αισθήσεων, [[υπεραισθητός]] (α. «[[έξαφνα]] νοεράν οπτασίαν, την μορφήν της μητρός του», Παπαδ.<br />β. «νοερὸς [[γάμος]]», Πρόκλ.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει πνευματική [[σχέση]] με κάποιον, [[πνευματικός]]<br /><b>2.</b> (για λόγο) [[αλληγορικός]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ νοερόν</i><br />[[νοημοσύνη]], [[ευφυΐα]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «νοερὸς [[οἶκος]]» — η [[ψυχή]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που έχει νοητική [[ικανότητα]], [[νοήμων]], [[λογικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανάγεται στον νου, [[νοητικός]] («αἰσθητικώτερον καὶ νοερώτερον τὸ λεπτότερον ([[αἷμα]])», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μυαλωμένος]], [[συνετός]], [[νουνεχής]]<br /><b>3.</b> <b>εκκλ.</b> <b>φρ.</b> «νοεραὶ [[φύσεις]]» — οι άγγελοι. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[νοερώς]] και -<i>ά</i> (ΑΜ νοερῶς)<br />με νοερό τρόπο, [[νοερά]], με τον νου και όχι με τις αισθήσεις («θα [[είμαι]] [[πάντα]] [[κοντά]] σου [[νοερά]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νόος]] / [[νοῦς]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ερός</i> / -<i>ηρός</i> (<b>πρβλ.</b> [[στυγερός]], [[νοσηρός]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νοερός:''' -ά, -όν ([[νόος]]), [[διανοητικός]], αυτός που ανάγεται στη νοητική [[λειτουργία]] του εγκεφάλου, σε Πλάτ. κ.λπ. | |lsmtext='''νοερός:''' -ά, -όν ([[νόος]]), [[διανοητικός]], αυτός που ανάγεται στη νοητική [[λειτουργία]] του εγκεφάλου, σε Πλάτ. κ.λπ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[νοερός]], ή, όν [[νόος]]<br />[[intellectual]], Plat., etc. | |mdlsjtxt=[[νοερός]], ή, όν [[νόος]]<br />[[intellectual]], Plat., etc. | ||
}} | }} |