3,277,190
edits
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[νοερός]], -ά, -όν, Α και [[νοηρός]], -ά, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που συλλαμβάνεται με τον νου, αυτός που γίνεται [[αντιληπτός]] μόνο με τον νου («ἀόρατε, ἀκατάληπτε Δημιουργὲ τῶν νοερῶν οὐσιῶν», Μηναί.)<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται, που συντελείται στο [[πεδίο]] του νου και όχι τών αισθήσεων, [[υπεραισθητός]] (α. «[[έξαφνα]] νοεράν οπτασίαν, την μορφήν της μητρός του», Παπαδ.<br />β. «νοερὸς [[γάμος]]», Πρόκλ.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει πνευματική [[σχέση]] με κάποιον, [[πνευματικός]]<br /><b>2.</b> (για λόγο) [[αλληγορικός]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ νοερόν</i><br />[[νοημοσύνη]], [[ευφυΐα]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «νοερὸς [[οἶκος]]» — η [[ψυχή]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που έχει νοητική [[ικανότητα]], [[νοήμων]], [[λογικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανάγεται στον νου, [[νοητικός]] («αἰσθητικώτερον καὶ νοερώτερον τὸ λεπτότερον ([[αἷμα]])», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μυαλωμένος]], [[συνετός]], [[νουνεχής]]<br /><b>3.</b> <b>εκκλ.</b> <b>φρ.</b> «νοεραὶ [[φύσεις]]» — οι άγγελοι. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[νοερώς]] και -<i>ά</i> (ΑΜ νοερῶς)<br />με νοερό τρόπο, [[νοερά]], με τον νου και όχι με τις αισθήσεις («θα [[είμαι]] [[πάντα]] [[κοντά]] σου [[νοερά]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νόος]] / [[νοῦς]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ερός</i> / -<i>ηρός</i> (<b>πρβλ.</b> | |mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[νοερός]], -ά, -όν, Α και [[νοηρός]], -ά, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που συλλαμβάνεται με τον νου, αυτός που γίνεται [[αντιληπτός]] μόνο με τον νου («ἀόρατε, ἀκατάληπτε Δημιουργὲ τῶν νοερῶν οὐσιῶν», Μηναί.)<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται, που συντελείται στο [[πεδίο]] του νου και όχι τών αισθήσεων, [[υπεραισθητός]] (α. «[[έξαφνα]] νοεράν οπτασίαν, την μορφήν της μητρός του», Παπαδ.<br />β. «νοερὸς [[γάμος]]», Πρόκλ.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει πνευματική [[σχέση]] με κάποιον, [[πνευματικός]]<br /><b>2.</b> (για λόγο) [[αλληγορικός]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ νοερόν</i><br />[[νοημοσύνη]], [[ευφυΐα]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «νοερὸς [[οἶκος]]» — η [[ψυχή]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που έχει νοητική [[ικανότητα]], [[νοήμων]], [[λογικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανάγεται στον νου, [[νοητικός]] («αἰσθητικώτερον καὶ νοερώτερον τὸ λεπτότερον ([[αἷμα]])», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μυαλωμένος]], [[συνετός]], [[νουνεχής]]<br /><b>3.</b> <b>εκκλ.</b> <b>φρ.</b> «νοεραὶ [[φύσεις]]» — οι άγγελοι. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[νοερώς]] και -<i>ά</i> (ΑΜ νοερῶς)<br />με νοερό τρόπο, [[νοερά]], με τον νου και όχι με τις αισθήσεις («θα [[είμαι]] [[πάντα]] [[κοντά]] σου [[νοερά]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νόος]] / [[νοῦς]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ερός</i> / -<i>ηρός</i> (<b>πρβλ.</b> [[στυγερός]], [[νοσηρός]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |