μάγμα: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=magma
|Transliteration C=magma
|Beta Code=ma/gma
|Beta Code=ma/gma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[thick unguent]], <span class="bibl">Plin.<span class="title">HN</span>13.19</span>, <span class="bibl"><span class="title">PTeb.</span>273.17</span> (ii/ iii A. D.); esp. <b class="b3">μ. ἡδύχρουν</b>, an ingredientin the Theriaca Andromachi, Androm. ap. Gal.14.39; also, of a plaster, Id. ap. eund.13.925; cf. [[ἡδύχρους]].</span>
|Definition=-ατος, τό, [[thick unguent]], Plin.''HN''13.19, ''PTeb.''273.17 (ii/ iii A. D.); esp. <b class="b3">μ. ἡδύχρουν</b>, an ingredientin the Theriaca Andromachi, Androm. ap. Gal.14.39; also, of a plaster, Id. ap. eund.13.925; cf. [[ἡδύχρους]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0079.png Seite 79]] τό, jede geknetete Masse, bes. bei den Aerzten eine dicke Salbe, im Ggstz der flüssigen, vgl. [[κροκόμαγμα]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0079.png Seite 79]] τό, jede geknetete Masse, bes. bei den Aerzten eine dicke Salbe, im <span class="ggns">Gegensatz</span> der flüssigen, vgl. [[κροκόμαγμα]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[μάγμα]])<br />[[κάθε]] πυκνή, [[πηχτή]] και ευμάλακτη ύλη, όπως η [[ζύμη]], το [[κερί]], ο [[στόκος]] κ.ά., [[καθετί]] που μαλάσσεται ή μπορεί να ζυμωθεί<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[υποστάθμη]], [[δηλαδή]] η πυκνόρρευστη ύλη που απομένει [[μετά]] την [[αφαίρεση]] του υγρού μέρους μιας ουσίας<br /><b>2.</b> <b>γεωλ.</b> [[φυσικό]] ευκίνητο πετρογενετικό υλικό σε [[κατάσταση]] πλήρους ή μερικής τήξης το οποίο δημιουργείται στο εσωτερικό τή Γης σε υψηλές θερμοκρασίες και που εκχύνεται στην επιφάνειά της με τη [[μορφή]] λάβας<br /><b>3.</b> <b>(φαρμ.)</b> [[αιώρημα]] [[μεγάλης]] ποσότητας στερεού υλικού σε μικρή [[ποσότητα]] υγρού<br /><b>αρχ.</b><br />[[έμπλαστρο]], [[κατάπλασμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μαγ</i>- ([[πρβλ]]. <i>ἐ</i>-<i>μάγ</i>-<i>ην</i>, παθ. αόρ. του [[μάσσω]] «[[ζυμώνω]], [[μαλάσσω]]») <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i>).
|mltxt=το (Α [[μάγμα]])<br />[[κάθε]] πυκνή, [[πηχτή]] και ευμάλακτη ύλη, όπως η [[ζύμη]], το [[κερί]], ο [[στόκος]] κ.ά., [[καθετί]] που μαλάσσεται ή μπορεί να ζυμωθεί<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[υποστάθμη]], [[δηλαδή]] η πυκνόρρευστη ύλη που απομένει [[μετά]] την [[αφαίρεση]] του υγρού μέρους μιας ουσίας<br /><b>2.</b> <b>γεωλ.</b> [[φυσικό]] ευκίνητο πετρογενετικό υλικό σε [[κατάσταση]] πλήρους ή μερικής τήξης το οποίο δημιουργείται στο εσωτερικό τή Γης σε υψηλές θερμοκρασίες και που εκχύνεται στην επιφάνειά της με τη [[μορφή]] λάβας<br /><b>3.</b> <b>(φαρμ.)</b> [[αιώρημα]] [[μεγάλης]] ποσότητας στερεού υλικού σε μικρή [[ποσότητα]] υγρού<br /><b>αρχ.</b><br />[[έμπλαστρο]], [[κατάπλασμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μαγ</i>- ([[πρβλ]]. <i>ἐ</i>-<i>μάγ</i>-<i>ην</i>, παθ. αόρ. του [[μάσσω]] «[[ζυμώνω]], [[μαλάσσω]]») <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i>).
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=πηχτή [[ἀλοιφή]]). Ἀπό τό [[μάσσω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}