μάγμα

English (LSJ)

-ατος, τό, thick unguent, Plin.HN13.19, PTeb.273.17 (ii/ iii A. D.); esp. μ. ἡδύχρουν, an ingredientin the Theriaca Andromachi, Androm. ap. Gal.14.39; also, of a plaster, Id. ap. eund.13.925; cf. ἡδύχρους.

German (Pape)

[Seite 79] τό, jede geknetete Masse, bes. bei den Aerzten eine dicke Salbe, im Gegensatz der flüssigen, vgl. κροκόμαγμα.

Greek (Liddell-Scott)

μάγμα: τό, πηκτὴ ἀλοιφὴ κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ῥευστήν, Γαλην. 13. 877, Πλίν. 13. 2.

Greek Monolingual

το (Α μάγμα)
κάθε πυκνή, πηχτή και ευμάλακτη ύλη, όπως η ζύμη, το κερί, ο στόκος κ.ά., καθετί που μαλάσσεται ή μπορεί να ζυμωθεί
νεοελλ.
1. η υποστάθμη, δηλαδή η πυκνόρρευστη ύλη που απομένει μετά την αφαίρεση του υγρού μέρους μιας ουσίας
2. γεωλ. φυσικό ευκίνητο πετρογενετικό υλικό σε κατάσταση πλήρους ή μερικής τήξης το οποίο δημιουργείται στο εσωτερικό τή Γης σε υψηλές θερμοκρασίες και που εκχύνεται στην επιφάνειά της με τη μορφή λάβας
3. (φαρμ.) αιώρημα μεγάλης ποσότητας στερεού υλικού σε μικρή ποσότητα υγρού
αρχ.
έμπλαστρο, κατάπλασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μαγ- (πρβλ. -μάγ-ην, παθ. αόρ. του μάσσω «ζυμώνω, μαλάσσω») + κατάλ. -μα).

Mantoulidis Etymological

(=πηχτή ἀλοιφή). Ἀπό τό μάσσω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.