μεσόμακρος: Difference between revisions
From LSJ
κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mesomakros | |Transliteration C=mesomakros | ||
|Beta Code=meso/makros | |Beta Code=meso/makros | ||
|Definition= | |Definition=μεσόμακρον, [[with a long syllable in the middle]], name of the foot, Diom.p.481 K. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 11:39, 25 August 2023
English (LSJ)
μεσόμακρον, with a long syllable in the middle, name of the foot, Diom.p.481 K.
Greek (Liddell-Scott)
μεσόμακρος: ποὺς τῇ μετρ. ἐκ δύο βραχειῶν καὶ μακρᾶς καὶ δύο βραχειῶν, χρόνων ἕξ, Diomed. ἐν Gram. Λατ. de Keil. I, σ. 481.
Greek Monolingual
μεσόμακρος, -ον (Α)
(στη μετρική) μετρικός πόδας έξι χρόνων, που αποτελείται από δύο βραχείες, μία μακρά και δύο βραχείες συλλαβές, δηλ. ∪∪-∪∪.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + μακρός.