λάκτιμα: Difference between revisions

From LSJ

γεγόναμεν γὰρ πρὸς συνεργίαν ὡς πόδες, ὡς χεῖρες, ὡς βλέφαρα, ὡς οἱ στοῖχοι τῶν ἄνω καὶ κάτω ὀδόντων. τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν → we are all made for mutual assistance, as the feet, the hands, and the eyelids, as the rows of the upper and under teeth, from whence it follows that clashing and opposition is perfectly unnatural

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=laktima
|Transliteration C=laktima
|Beta Code=la/ktima
|Beta Code=la/ktima
|Definition=[[λάκτισμα]], Hsch., cf. <span class="bibl"><span class="title">PGen.</span>56.27</span> (iv A. D.).
|Definition=[[λάκτισμα]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], cf. ''PGen.''56.27 (iv A. D.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λάκτιμα]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[λάκτισμα]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με τον τ. [[λάκτισμα]]. Κατ' άλλους, η ορθή [[γραφή]] [[είναι]] <i>λάκτημα</i>].
|mltxt=[[λάκτιμα]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[λάκτισμα]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με τον τ. [[λάκτισμα]]. Κατ' άλλους, η ορθή [[γραφή]] [[είναι]] <i>λάκτημα</i>].
}}
}}

Latest revision as of 11:44, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λάκτιμα Medium diacritics: λάκτιμα Low diacritics: λάκτιμα Capitals: ΛΑΚΤΙΜΑ
Transliteration A: láktima Transliteration B: laktima Transliteration C: laktima Beta Code: la/ktima

English (LSJ)

λάκτισμα, Hsch., cf. PGen.56.27 (iv A. D.).

Greek Monolingual

λάκτιμα (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «λάκτισμα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. λάκτισμα. Κατ' άλλους, η ορθή γραφή είναι λάκτημα].