ὀνημάξιον: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=onimaksion
|Transliteration C=onimaksion
|Beta Code=o)nhma/cion
|Beta Code=o)nhma/cion
|Definition=τό, (ἅμαξα) [[donkey-cart]], <span class="title">SIG</span>1106.4 (pl., Cos, iv/iii B. C.).
|Definition=τό, ([[ἅμαξα]]) [[donkey-cart]], ''SIG''1106.4 (pl., Cos, iv/iii B. C.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀνημάξιον]], τὸ (Α)<br />δίτροχη μικρή [[άμαξα]] που σύρεται από όνους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνος]] <span style="color: red;">+</span> [[ἄμαξα]]. Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως].
|mltxt=[[ὀνημάξιον]], τὸ (Α)<br />δίτροχη μικρή [[άμαξα]] που σύρεται από όνους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνος]] <span style="color: red;">+</span> [[ἄμαξα]]. Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως].
}}
}}

Latest revision as of 11:50, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνημάξιον Medium diacritics: ὀνημάξιον Low diacritics: ονημάξιον Capitals: ΟΝΗΜΑΞΙΟΝ
Transliteration A: onēmáxion Transliteration B: onēmaxion Transliteration C: onimaksion Beta Code: o)nhma/cion

English (LSJ)

τό, (ἅμαξα) donkey-cart, SIG1106.4 (pl., Cos, iv/iii B. C.).

Greek Monolingual

ὀνημάξιον, τὸ (Α)
δίτροχη μικρή άμαξα που σύρεται από όνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + ἄμαξα. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].