κοχλοειδής: Difference between revisions

From LSJ

κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kochloeidis
|Transliteration C=kochloeidis
|Beta Code=koxloeidh/s
|Beta Code=koxloeidh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[κοχλιοειδής]], [[γραμμή]] [[conchoid]], <span class="bibl">Papp.244</span>, etc.</span>
|Definition=κοχλοειδές, = [[κοχλιοειδής]], [[γραμμή]] [[conchoid]], Papp.244, etc.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κοχλοειδής]], -ές (AM)<br />[[κοχλιοειδής]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κοχλοειδῶς</i> (Α)<br />σαν το όστρακο του κοχλία, σπειροειδώς, κοχλιοειδώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόχλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[εἶδος]])].
|mltxt=[[κοχλοειδής]], -ές (AM)<br />[[κοχλιοειδής]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κοχλοειδῶς</i> (Α)<br />σαν το όστρακο του κοχλία, σπειροειδώς, κοχλιοειδώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόχλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[εἶδος]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:51, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοχλοειδής Medium diacritics: κοχλοειδής Low diacritics: κοχλοειδής Capitals: ΚΟΧΛΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: kochloeidḗs Transliteration B: kochloeidēs Transliteration C: kochloeidis Beta Code: koxloeidh/s

English (LSJ)

κοχλοειδές, = κοχλιοειδής, γραμμή conchoid, Papp.244, etc.

Greek Monolingual

κοχλοειδής, -ές (AM)
κοχλιοειδής.
επίρρ...
κοχλοειδῶς (Α)
σαν το όστρακο του κοχλία, σπειροειδώς, κοχλιοειδώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόχλος + -ειδής (< εἶδος)].