τετραποδισμός: Difference between revisions
From LSJ
ἐφ' ὅσον αὐτοῦ ἡ ὑπόστασις τῶν χρόνων ὑπῆρχεν → as long as his store of years lasted
(12) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tetrapodismos | |Transliteration C=tetrapodismos | ||
|Beta Code=tetrapodismo/s | |Beta Code=tetrapodismo/s | ||
|Definition=ὁ, | |Definition=ὁ, [[a going on all fours]], Sch.Nic.''Al.''417. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''τετρᾰποδισμός''': ὁ, τὸ τετραποδίζειν, Σχόλ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 417. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΑ [[τετραποδίζω]]<br />το [[βάδισμα]] με τα [[τέσσερα]], το [[μπουσούλημα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για ιπποειδή) το [[βάδισμα]] που γίνεται [[καθώς]] το ζώο σηκώνει και κατεβάζει τα πόδια διαδοχικά. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:15, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, a going on all fours, Sch.Nic.Al.417.
Greek (Liddell-Scott)
τετρᾰποδισμός: ὁ, τὸ τετραποδίζειν, Σχόλ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 417.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ τετραποδίζω
το βάδισμα με τα τέσσερα, το μπουσούλημα
νεοελλ.
(για ιπποειδή) το βάδισμα που γίνεται καθώς το ζώο σηκώνει και κατεβάζει τα πόδια διαδοχικά.