ἰσόχειρ: Difference between revisions
From LSJ
Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit
(6_22) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=isocheir | |Transliteration C=isocheir | ||
|Beta Code=i)so/xeir | |Beta Code=i)so/xeir | ||
|Definition=χειρος, ὁ, ἡ, | |Definition=χειρος, ὁ, ἡ, [[ambidextrous]], Philostr. ''Gym.''41. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰσόχειρ''': χειρος, ὁ, ἡ, ἔχων ἰσοδύναμιν χεῖρά τινι, περὶ τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, [[ἰσόχειρ]] τε καὶ ἰσοσθενὴς τῷ πατρὶ Κύριλλ. Ἀλ. περὶ Ἁγ. Τριάδ. σ. 578. | |lstext='''ἰσόχειρ''': χειρος, ὁ, ἡ, ἔχων ἰσοδύναμιν χεῖρά τινι, περὶ τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, [[ἰσόχειρ]] τε καὶ ἰσοσθενὴς τῷ πατρὶ Κύριλλ. Ἀλ. περὶ Ἁγ. Τριάδ. σ. 578. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἰσόχειρ]], -ρος, ό, ἡ (Α)<br />(για τον Χριστό) αυτός που έχει ίση [[δύναμη]] με κάποιον («[[ἰσόχειρ]] τε καὶ ἰσοσθενὴς τῷ πατρί», Κύριλλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χείρ]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:18, 25 August 2023
English (LSJ)
χειρος, ὁ, ἡ, ambidextrous, Philostr. Gym.41.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσόχειρ: χειρος, ὁ, ἡ, ἔχων ἰσοδύναμιν χεῖρά τινι, περὶ τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ἰσόχειρ τε καὶ ἰσοσθενὴς τῷ πατρὶ Κύριλλ. Ἀλ. περὶ Ἁγ. Τριάδ. σ. 578.
Greek Monolingual
ἰσόχειρ, -ρος, ό, ἡ (Α)
(για τον Χριστό) αυτός που έχει ίση δύναμη με κάποιον («ἰσόχειρ τε καὶ ἰσοσθενὴς τῷ πατρί», Κύριλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + χείρ.