ἀσκάλιστος: Difference between revisions
From LSJ
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
(3) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=askalistos | |Transliteration C=askalistos | ||
|Beta Code=a)ska/listos | |Beta Code=a)ska/listos | ||
|Definition=[ | |Definition=[ᾰ], ον, = [[ἀσκάλευτος]], Sch.Theoc.10.14. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀσκάλιστος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει σκαλιστεί<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εκείνος]] που δεν ερευνήθηκε με [[προσοχή]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:27, 25 August 2023
English (LSJ)
[ᾰ], ον, = ἀσκάλευτος, Sch.Theoc.10.14.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀσκάλιστος, -ον)
αυτός που δεν έχει σκαλιστεί
νεοελλ.
εκείνος που δεν ερευνήθηκε με προσοχή.