γλίχομαι: Difference between revisions

m
Text replacement - "Pl.''Phd.''" to "Pl.''Phd.''"
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.")
m (Text replacement - "Pl.''Phd.''" to "Pl.''Phd.''")
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=glichomai
|Transliteration C=glichomai
|Beta Code=gli/xomai
|Beta Code=gli/xomai
|Definition=only pres. and impf., exc. aor. 1 <span class="sense"><span class="bld">A</span> ἐγλιξάμην <span class="bibl">Pl.Com. 241</span>:—[[cling to]], [[strive after]], [[long for]], τινός <span class="bibl">Hdt.3.72</span>; Αἰγύπτου <span class="bibl">Id.4.152</span> (but γ. περὶ ἐλευθερίης <span class="bibl">Id.1.102</span> (s. [[varia lectio|v.l.]])); ταῦτ' ἦν ὦν μάλιστ' ἐγλίχετο <span class="bibl">D.5.22</span>; γ. τοῦ ζῆν <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phd.</span>117a</span>, Charond. ap. Stob.4.2.24; κράτους <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Char.</span>26.1</span>: c. acc., <span class="bibl">Hp.<span class="title">Ep.</span>17</span> (dub.), Pl.<span class="title">Hipparch.</span> <span class="bibl">226e</span>: folld. by a relat. clause, γλιχόμεθα τὴν μᾶζαν ἵνα λευκὴ παρῇ <span class="bibl">Alex.141.7</span>; <b class="b3">ὡς στρατηγήσεις γλίχεαι</b> how thou shalt become general, <span class="bibl">Hdt.7.161</span>: c. inf., ὧν ἐγλίχοντο μὴ ἅψασθαι <span class="bibl">Th.8.15</span>; εἰδέναι <span class="bibl">Pl.<span class="title">Grg.</span> 489d</span>; λέγειν <span class="bibl">D.6.11</span>; ἀποστερῆσαι <span class="bibl">Id.18.207</span>; ζῆν <span class="bibl">Antiph.86.3</span>; θιγεῖν Phld.<span class="title">D.</span>3.1.—Not in Ep. or Trag. (<b class="b3">γλῐ-</b>: <b class="b3">γλίχων [ῑ</b>] is f.l. for [[γλήχων]] in Hdn. Gr.<span class="bibl">1.37</span>.)</span>
|Definition=only pres. and impf., exc. aor. 1 ἐγλιξάμην Pl.Com. 241:—[[cling to]], [[strive after]], [[long for]], τινός [[Herodotus|Hdt.]]3.72; Αἰγύπτου Id.4.152 (but γ. περὶ ἐλευθερίης Id.1.102 ([[si vera lectio|s.v.l.]])); ταῦτ' ἦν ὦν μάλιστ' ἐγλίχετο D.5.22; γ. τοῦ ζῆν [[Plato|Pl.]]''[[Phaedo|Phd.]]''117a, Charond. ap. Stob.4.2.24; κράτους [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Characters|Char.]]''26.1: c. acc., Hp.''Ep.''17 (dub.), Pl.''Hipparch.'' 226e: followed by a relat. clause, γλιχόμεθα τὴν μᾶζαν ἵνα λευκὴ παρῇ Alex.141.7; <b class="b3">ὡς στρατηγήσεις γλίχεαι</b> how thou shalt become general, [[Herodotus|Hdt.]]7.161: c. inf., ὧν ἐγλίχοντο μὴ ἅψασθαι Th.8.15; εἰδέναι Pl.''Grg.'' 489d; λέγειν D.6.11; ἀποστερῆσαι Id.18.207; ζῆν Antiph.86.3; θιγεῖν Phld.''D.''3.1.—Not in Ep. or Trag. (γλῐ-: γλίχων [ῑ] is [[falsa lectio|f.l.]] for [[γλήχων]] in Hdn. Gr.1.37.)
}}
}}
{{ls
{{DGE
|lstext='''γλίχομαι''': ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ. πλὴν τοῦ ἀορ. α΄ ἐγλιξάμην Πλάτ. Κωμ. Ἀδήλ. 70· (ἴδε ἐν λ. [[γλίσχρος]], [[λισσός]]). Ἐπιμένω εἴς τι, [[ἀγωνίζομαι]] διά τι, προσπαθῶ ν’ ἀπολαύσω τι, ποθῶ, σφοδρῶς ἐπιθυμῶ, μ. γεν. πράγμ., ἐλευθερίης Ἡρόδ. 3. 72. . 4. 152 ([[ἀλλά]], γλ. περὶ ἐλευθερίης ὁ αὐτ. 2. 102)· ταῦτ’ ἦν ὧν μάλιστ’ ἐγλίχετο Δημ. 62. 26· γλ. τοῦ ζῆν Πλάτ. Φαίδ. 117Α· -[[ὡσαύτως]] μ. αἰτ., Ἱππ. Ἐπ. 1282. 37, Πλάτ. Ἱππαρχ. 226D· - καὶ ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, γλιχόμεθα τὴν μᾶζαν ἵνα λευκὴ παρῇ Ἄλεξ. Μανδρ. 1. 7· ὡς στρατηγήσεις, γλίχεται, πῶς θὰ γείνῃς [[στρατηγός]], Ἡρόδ. 7. 161·- μ. ἀπαρ., ὧν ἐγλίχοντο μὴ ἅψασθαι Θουκ. 8. 15· εἰδέναι Πλάτ. Γοργ. 489D· λέγειν Δημ. 68. 18· ἀποστερεῖσθαι ὁ αὐτ. 297. 4· ζῆν Ἀντιφ. Διπλ. 2. Δὲν ἀπαντᾷ δὲ [[οὔτε]] παρὰ τοῖς Ἐπ. [[οὔτε]] παρὰ τοῖς Τραγ. ποιηταῖς. [γλῐ· [[διότι]] τὸ γλίχων μὲ ῑ (ἀναφερόμενον ὑπὸ τοῦ Ἀρκαδ. 16, κτλ.) ἢ εἶνε [[σφάλμα]] ἀντὶ τοῦ [[γλήχων]] ἢ κύριον [[ὄνομα]]· πρβλ. Σουΐδ. ἐν λ. [[γλήχων]]].
|dgtxt=<b class="num">• Prosodia:</b> [-ῐ-]<br /><b class="num">• Morfología:</b> [sólo tema de pres. excepto aor. ἐγλιξάμην Pl.Com.268]<br /><b class="num">1</b> [[desear ardientemente]], [[anhelar]], [[ansiar]] c. gen. γλιχόμενοι Αἰγύπτου anhelando (llegar a) Egipto</i> Hdt.4.152, ἐν νήσοισιν ἐόντες ἠπείρων γλίχονται Hp.<i>Ep</i>.17.5, ἐλευθερίης Hdt.8.143, cf. 2.102, 3.72, D.5.22, τούτων τῶν κακῶν Ar.<i>Fr</i>.104, τοῦ ζῆν Pl.<i>Phd</i>.117a, Charond.62, ἰσχύος καὶ κέρδους Thphr.<i>Char</i>.26.1, τᾶς σωφροσύνας Pythag.<i>Ep</i>.3.2, cf. <i>AP</i> 9.334 (Pers.), Plu.2.1b, 47c, εἰρήνης Polyaen.2.1.1, Luc.<i>Herod</i>.1, τοῦ καρποῦ Aen.Tact.7.1, cf. Longus 3.8.1<br /><b class="num">•</b>c. ac. σμικρὰ καὶ ὀλίγου ἄξια ... γλίχονται ὑπερφυῶς Pl.<i>Hipparch</i>.226e<br /><b class="num">•</b>c. inf. τά τε χίλια τάλαντα, ὧν ... ἐγλίχοντο μὴ ἅψασθαι Th.8.15, εἰδέναι Pl.<i>Grg</i>.489d, λέγειν D.6.11, ζῆν Antiph.86.3, θιγεῖν καὶ συνεῖναι Phld.<i>D</i>.3.1.16, cf. D.18.207, Plu.2.84d<br /><b class="num">•</b>c. or. final ὡς δὲ στρατηγήσεις αὐτῆς, γλίχεαι tú aspiras a gobernarla</i> Hdt.7.161, γλιχόμεθα μὲν τὴν μᾶζαν ἵνα λευκὴ παρῇ Alex.145.7, cf. Pl.Com.l.c.<br /><b class="num">2</b> [[quedarse pegado]] c. περί y gen., de donde fig. [[fluctuar]], [[vacilar]] περὶ τῆς πέμπτης Arist.<i>Sens</i>.437<sup>a</sup>21.<br /><b class="num">• Etimología:</b> v. [[γλοιός]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>seul. prés., impf.</i> ἐγλιχόμην <i>et ao.</i> ἐγλιξάμην;<br /><i>litt.</i> se coller à ; s’attacher à;<br /><i>fig.</i> souhaiter vivement, désirer fortement : τινός, [[περί]] τινος, [[τι]] qch.<br />'''Étymologie:''' apparenté à [[γλοιός]].
|btext=<i>seul. prés., impf.</i> ἐγλιχόμην <i>et ao.</i> ἐγλιξάμην;<br /><i>litt.</i> se coller à ; s'attacher à;<br /><i>fig.</i> souhaiter vivement, désirer fortement : τινός, [[περί]] τινος, τι qch.<br />'''Étymologie:''' apparenté à [[γλοιός]].
}}
{{elnl
|elnltext=[[γλίχομαι]] [~ [[γλίσχρος]] ?] alleen praes. en imperf., alleen proza<br /><b class="num">1.</b> zich vastklampen aan iets, met gen.: γλιχομένοισι τῆς ἐλευθερίης vasthoudend aan hun vrijheid Hdt. 2.102.<br /><b class="num">2.</b> hevig verlangen, streven naar iets: met gen.:; γ. Αἰγύπτου Egypte proberen te bereiken Hdt. 4.152.2; ook met acc.:; Plat. Hipparch. 226e; met inf.:; γ. [[εἰδέναι]] verlangen te weten Plat. Grg. 489d; met ὡς en indic. fut.: ὡς στρατηγήσεις γλίχεαι u streeft ernaar het bevel te voeren Hdt. 7.161.1.
}}
{{pape
|ptext=dep., praes. und impf., <i>nach etwas [[verlangen]], [[streben]]</i>, τινός Her. 3.72; Isocr. 6.109; Dem. 19.226 und A.; περί τινος Her. 2.102; vgl. Arist. <i>sens</i>. 2; τί Plat. <i>Hipparch</i>. 226d, Alex. bei Ath. III.124a; mit ὡς und indic. fut. Her. 7.161; c. inf. Dem. 6.11; Plut. <i>Num</i>. 13 und [[sonst]]. Gramm. haben aor. ἐγλιξάμην, Plat. com. bei Zon., und act. γλίχων.
}}
{{elru
|elrutext='''γλίχομαι:''' (ῐ) (только praes. и impf.) досл. [[липнуть]], перен. [[льнуть]], [[цепляться]], [[жадно стремиться]] (τινος Her., Plat., Arst., Dem., Plut., περί τινος Her., Arst. и τι Plat.): τὰ χίλια τάλαντα, ὧν ἐγλίχοντο μὴ ἅψασθαι Thuc. 1000 талантов, к которым они горячо желали не прикасаться.
}}
}}
{{DGE
{{ls
|dgtxt=<b class="num">• Prosodia:</b> [-ῐ-]<br /><b class="num">• Morfología:</b> [sólo tema de pres. excepto aor. ἐγλιξάμην Pl.Com.268]<br /><b class="num">1</b> [[desear ardientemente]], [[anhelar]], [[ansiar]] c. gen. γλιχόμενοι Αἰγύπτου anhelando (llegar a) Egipto</i> Hdt.4.152, ἐν νήσοισιν ἐόντες ἠπείρων γλίχονται Hp.<i>Ep</i>.17.5, ἐλευθερίης Hdt.8.143, cf. 2.102, 3.72, D.5.22, τούτων τῶν κακῶν Ar.<i>Fr</i>.104, τοῦ ζῆν Pl.<i>Phd</i>.117a, Charond.62, ἰσχύος καὶ κέρδους Thphr.<i>Char</i>.26.1, τᾶς σωφροσύνας Pythag.<i>Ep</i>.3.2, cf. <i>AP</i> 9.334 (Pers.), Plu.2.1b, 47c, εἰρήνης Polyaen.2.1.1, Luc.<i>Herod</i>.1, τοῦ καρποῦ Aen.Tact.7.1, cf. Longus 3.8.1<br /><b class="num">•</b>c. ac. σμικρὰ καὶ ὀλίγου ἄξια ... γλίχονται ὑπερφυῶς Pl.<i>Hipparch</i>.226e<br /><b class="num">•</b>c. inf. τά τε χίλια τάλαντα, ὧν ... ἐγλίχοντο μὴ ἅψασθαι Th.8.15, εἰδέναι Pl.<i>Grg</i>.489d, λέγειν D.6.11, ζῆν Antiph.86.3, θιγεῖν καὶ συνεῖναι Phld.<i>D</i>.3.1.16, cf. D.18.207, Plu.2.84d<br /><b class="num">•</b>c. or. final ὡς δὲ στρατηγήσεις αὐτῆς, γλίχεαι tú aspiras a gobernarla</i> Hdt.7.161, γλιχόμεθα μὲν τὴν μᾶζαν ἵνα λευκὴ παρῇ Alex.145.7, cf. Pl.Com.l.c.<br /><b class="num">2</b> [[quedarse pegado]] c. περί y gen., de donde fig. [[fluctuar]], [[vacilar]] περὶ τῆς πέμπτης Arist.<i>Sens</i>.437<sup>a</sup>21.<br /><b class="num">• Etimología:</b> v. [[γλοιός]].
|lstext='''γλίχομαι''': ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ. πλὴν τοῦ ἀορ. α΄ ἐγλιξάμην Πλάτ. Κωμ. Ἀδήλ. 70· (ἴδε ἐν λ. [[γλίσχρος]], [[λισσός]]). Ἐπιμένω εἴς τι, [[ἀγωνίζομαι]] διά τι, προσπαθῶ ν’ ἀπολαύσω τι, ποθῶ, σφοδρῶς ἐπιθυμῶ, μ. γεν. πράγμ., ἐλευθερίης Ἡρόδ. 3. 72. . 4. 152 ([[ἀλλά]], γλ. περὶ ἐλευθερίης ὁ αὐτ. 2. 102)· ταῦτ’ ἦν ὧν μάλιστ’ ἐγλίχετο Δημ. 62. 26· γλ. τοῦ ζῆν Πλάτ. Φαίδ. 117Α· -[[ὡσαύτως]] μ. αἰτ., Ἱππ. Ἐπ. 1282. 37, Πλάτ. Ἱππαρχ. 226D· - καὶ ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, γλιχόμεθα τὴν μᾶζαν ἵνα λευκὴ παρῇ Ἄλεξ. Μανδρ. 1. 7· ὡς στρατηγήσεις, γλίχεται, πῶς θὰ γείνῃς [[στρατηγός]], Ἡρόδ. 7. 161·- μ. ἀπαρ., ὧν ἐγλίχοντο μὴ ἅψασθαι Θουκ. 8. 15· εἰδέναι Πλάτ. Γοργ. 489D· λέγειν Δημ. 68. 18· ἀποστερεῖσθαι ὁ αὐτ. 297. 4· ζῆν Ἀντιφ. Διπλ. 2. Δὲν ἀπαντᾷ δὲ [[οὔτε]] παρὰ τοῖς Ἐπ. [[οὔτε]] παρὰ τοῖς Τραγ. ποιηταῖς. [γλῐ· [[διότι]] τὸ γλίχων μὲ ῑ (ἀναφερόμενον ὑπὸ τοῦ Ἀρκαδ. 16, κτλ.) ἢ εἶνε [[σφάλμα]] ἀντὶ τοῦ [[γλήχων]] ἢ κύριον [[ὄνομα]]· πρβλ. Σουΐδ. ἐν λ. [[γλήχων]]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γλίχομαι:''' [ῐ], μόνο στον ενεστ. και παρατ., [[επιμένω]] σε [[κάτι]], [[αγωνίζομαι]] για [[κάτι]], [[προσπαθώ]] να απολαύσω [[κάτι]], [[ποθώ]], [[επιθυμώ]] σφοδρά ένα [[πράγμα]]· με γεν., σε Ηρόδ., Πλάτ.· <i>ὡς στρατηγήσεις γλίχεαι</i>, αγωνίσου πώς θα γίνεις [[στρατηγός]], σε Ηρόδ.· με απαρ., είμαι [[πρόθυμος]] να πράξω [[κάτι]], σε Πλάτ. Δημ.
|lsmtext='''γλίχομαι:''' [ῐ], μόνο στον ενεστ. και παρατ., [[επιμένω]] σε [[κάτι]], [[αγωνίζομαι]] για [[κάτι]], [[προσπαθώ]] να απολαύσω [[κάτι]], [[ποθώ]], [[επιθυμώ]] σφοδρά ένα [[πράγμα]]· με γεν., σε Ηρόδ., Πλάτ.· <i>ὡς στρατηγήσεις γλίχεαι</i>, αγωνίσου πώς θα γίνεις [[στρατηγός]], σε Ηρόδ.· με απαρ., είμαι [[πρόθυμος]] να πράξω [[κάτι]], σε Πλάτ. Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''γλίχομαι:''' (ῐ) (только praes. и impf.) досл. липнуть, перен. льнуть, цепляться, жадно стремиться (τινος Her., Plat., Arst., Dem., Plut., περί τινος Her., Arst. и τι Plat.): τὰ χίλια τάλαντα, ὧν ἐγλίχοντο μὴ ἅψασθαι Thuc. 1000 талантов, к которым они горячо желали не прикасаться.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=only in pres. and imperf.]<br />to cling to, [[strive]] [[after]], [[long]] for, a [[thing]], c. gen., Hdt., Plat.; ὡς στρατηγήσεις γλίχεαι art [[anxious]] how to [[become]] [[general]], Hdt.:—c. inf. to be [[eager]] to do, Plat., Dem.
|mdlsjtxt=only in pres. and imperf.]<br />to cling to, [[strive]] [[after]], [[long]] for, a [[thing]], c. gen., Hdt., Plat.; ὡς στρατηγήσεις γλίχεαι art [[anxious]] how to [[become]] [[general]], Hdt.:—c. inf. to be [[eager]] to do, Plat., Dem.
}}
}}
{{elnl
{{mantoulidis
|elnltext=[[γλίχομαι]] [~ [[γλίσχρος]] ?] alleen praes. en imperf., alleen proza<br /><b class="num">1.</b> zich vastklampen aan iets, met gen. : γλιχομένοισι τῆς ἐλευθερίης vasthoudend aan hun vrijheid Hdt. 2.102.<br /><b class="num">2.</b> hevig verlangen, streven naar iets: met gen.:; γ. Αἰγύπτου Egypte proberen te bereiken Hdt. 4.152.2; ook met acc.:; Plat. Hipparch. 226e; met inf.:; γ. [[εἰδέναι]] verlangen te weten Plat. Grg. 489d; met ὡς en indic. fut. : ὡς στρατηγήσεις γλίχεαι u streeft ernaar het bevel te voeren Hdt. 7.161.1.
|mantxt=(=ἐπιθυμῶ [[πάρα]] [[πολύ]]). Ἀπό τό [[γλίσχρος]]. Θέμα: γλιτ + πρόσφ. σκ → γλίτσκομαι, μέ [[τροπή]] τοῦ τ σε θ, [[ἀποβολή]] τοῦ σ καί ἐξαφάνιση τοῦ θ + γλίθσκομαι → γλίθκομαι → [[γλίχομαι]]. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό [[γλίσχρος]].
}}
}}