τελατίνι: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
(40) |
m (Text replacement - "Anciet Greek: μοσχῆ, μόσχειον;" to "Anciet Greek: μοσχῆ, μόσχειον, μόσχειον δέρμα;") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> κατεργασμένο [[δέρμα]] μοσχαριού<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «τον έκανε [[τελατίνι]]»<br /><b>μτφ.</b> i) τον έδειρε πολύ άσχημα<br />ii) τον έφερε σε πολύ δύσκολη [[θέση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> τουρκ. <i>telatin</i>]. | |mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> κατεργασμένο [[δέρμα]] μοσχαριού<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «τον έκανε [[τελατίνι]]»<br /><b>μτφ.</b> i) τον έδειρε πολύ άσχημα<br />ii) τον έφερε σε πολύ δύσκολη [[θέση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> τουρκ. <i>telatin</i>]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[calfskin]]=== | |||
Czech: teletina; Galician: becerro; German: [[Kalbsleder]], [[Kalbfell]]; Greek: [[δέρμα μοσχαριού]], [[τελατίνι]], [[βακέτα]]; Anciet Greek: [[μοσχῆ]], [[μόσχειον]], [[μόσχειον δέρμα]]; Irish: craiceann lao; Manx: crackan lheiy; Russian: [[телячья кожа]]; Spanish: [[becerro]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:08, 10 December 2023
Greek Monolingual
το, Ν
1. κατεργασμένο δέρμα μοσχαριού
2. φρ. «τον έκανε τελατίνι»
μτφ. i) τον έδειρε πολύ άσχημα
ii) τον έφερε σε πολύ δύσκολη θέση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. telatin].
Translations
calfskin
Czech: teletina; Galician: becerro; German: Kalbsleder, Kalbfell; Greek: δέρμα μοσχαριού, τελατίνι, βακέτα; Anciet Greek: μοσχῆ, μόσχειον, μόσχειον δέρμα; Irish: craiceann lao; Manx: crackan lheiy; Russian: телячья кожа; Spanish: becerro