στιχάριο: Difference between revisions

From LSJ

τὸν πάνθ' ὁρῶντα καὐτὸν οὐχ ὁρώμενον → the all-seeing though himself unseen

Source
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
mNo edit summary
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />το, Ν<br /><b>υποκορ.</b> [[μικρός]] [[στίχος]], [[στιχάκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στίχος]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>άριο</i> (<b>πρβλ.</b> <i>βιβλι</i>-<i>άριο</i>)].<br /> <b>(II)</b><br />το / [[στιχάριον]], ΝΜΑ, και στιχάριν ΜΑ, και [[στοιχάριον]] Α<br />διακοσμημένος [[χιτώνας]] και [[κυρίως]] μακρύ εσωτερικό άμφιο τών ορθόδοξων κληρικών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στίχη]] «[[είδος]] χιτώνα» <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>άρι</i>(<i>ον</i>), <b>πρβλ.</b> <i>βιβλι</i>-<i>άριον</i>].
|mltxt=<b>(I)</b><br />το, Ν<br /><b>υποκορ.</b> [[μικρός]] [[στίχος]], [[στιχάκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στίχος]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>άριο</i> ([[πρβλ]]. [[βιβλιάριο]])].<br /> <b>(II)</b><br />το / [[στιχάριον]], ΝΜΑ, και στιχάριν ΜΑ, και [[στοιχάριον]] Α<br />διακοσμημένος [[χιτώνας]] και [[κυρίως]] μακρύ εσωτερικό άμφιο τών ορθόδοξων κληρικών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στίχη]] «[[είδος]] χιτώνα» <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>άρι</i>(<i>ον</i>), [[πρβλ]]. [[βιβλιάριον]]].
}}
{{wkpel
|wkeltx=Το [[στιχάριο]] ή [[στοιχάριον]] είναι άμφιο, κληρικών κοινό και για τους τρεις βαθμούς της ιεροσύνης στην Ορθόδοξη Εκκλησία που περιβάλλονται κατά την διάρκεια τέλεσης ιερουργίας ως πρώτο και εσώτατο άμφιο. Οι πρεσβύτεροι και οι επίσκοποι φέρουν κατά κανόνα λευκό ενώ οι διάκονοι ποικίλου χρώματος με βραχύτερες χειρίδες (μανίκια).
}}
}}

Latest revision as of 09:43, 23 January 2024

Greek Monolingual

(I)
το, Ν
υποκορ. μικρός στίχος, στιχάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στίχος + υποκορ. κατάλ. -άριο (πρβλ. βιβλιάριο)].
(II)
το / στιχάριον, ΝΜΑ, και στιχάριν ΜΑ, και στοιχάριον Α
διακοσμημένος χιτώνας και κυρίως μακρύ εσωτερικό άμφιο τών ορθόδοξων κληρικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στίχη «είδος χιτώνα» + υποκορ. κατάλ. -άρι(ον), πρβλ. βιβλιάριον].

Wikipedia EL

Το στιχάριο ή στοιχάριον είναι άμφιο, κληρικών κοινό και για τους τρεις βαθμούς της ιεροσύνης στην Ορθόδοξη Εκκλησία που περιβάλλονται κατά την διάρκεια τέλεσης ιερουργίας ως πρώτο και εσώτατο άμφιο. Οι πρεσβύτεροι και οι επίσκοποι φέρουν κατά κανόνα λευκό ενώ οι διάκονοι ποικίλου χρώματος με βραχύτερες χειρίδες (μανίκια).