θίνος: Difference between revisions

From LSJ

Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn

Menander, Monostichoi, 288
(17)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=θῑνος, ὁ (Α)<br /><b>επιγρ.</b> [[ιερός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κρητ. τ. του <i>θέινος</i>].
|mltxt=θῖνος, ὁ (Α)<br /><b>επιγρ.</b> [[ιερός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κρητ. τ. του <i>θέινος</i>].
}}
}}

Latest revision as of 14:29, 6 February 2024

Greek Monolingual

θῖνος, ὁ (Α)
επιγρ. ιερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κρητ. τ. του θέινος].