θίνος

From LSJ

μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation

Source

Greek Monolingual

θῖνος, ὁ (Α)
επιγρ. ιερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κρητ. τ. του θέινος].