βλεφαρίτιδα: Difference between revisions

From LSJ

μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own

Source
(7)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α βλεφαρῑτις) [[βλέφαρον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[φλεγμονή]] των βλεφάρων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> <b>φρ.</b> «[[βλεφαρίτιδες]] [[τρίχες]]» — οι βλεφαρίδες.
|mltxt=η (Α βλεφαρῖτις) [[βλέφαρον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[φλεγμονή]] των βλεφάρων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> <b>φρ.</b> «[[βλεφαρίτιδες]] [[τρίχες]]» — οι βλεφαρίδες.
}}
}}

Latest revision as of 14:30, 6 February 2024

Greek Monolingual

η (Α βλεφαρῖτις) βλέφαρον
νεοελλ.
φλεγμονή των βλεφάρων
αρχ.
ως επίθ. φρ. «βλεφαρίτιδες τρίχες» — οι βλεφαρίδες.