έχθος: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
m (Text replacement - "πλεῑστ" to "πλεῖστ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔχθος]], τὸ (ΑΜ)<br />[[μίσος]], [[έχθρα]], [[εχθρότητα]] («ἔχθεα λυγρά», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />το [[αντικείμενο]] του μίσους ή της έχθρας («ὦ πλεῖστον [[ἔχθος]] [[ὄνομα]] Σαλαμῑνος κλύειν», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Βλ. λ. [[εχθρός]]].
|mltxt=[[ἔχθος]], τὸ (ΑΜ)<br />[[μίσος]], [[έχθρα]], [[εχθρότητα]] («ἔχθεα λυγρά», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />το [[αντικείμενο]] του μίσους ή της έχθρας («ὦ πλεῖστον [[ἔχθος]] [[ὄνομα]] Σαλαμῖνος κλύειν», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Βλ. λ. [[εχθρός]]].
}}
}}

Latest revision as of 14:40, 6 February 2024

Greek Monolingual

ἔχθος, τὸ (ΑΜ)
μίσος, έχθρα, εχθρότητα («ἔχθεα λυγρά», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
το αντικείμενο του μίσους ή της έχθρας («ὦ πλεῖστον ἔχθος ὄνομα Σαλαμῖνος κλύειν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Βλ. λ. εχθρός].