Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

έχθος

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c

Greek Monolingual

ἔχθος, τὸ (ΑΜ)
μίσος, έχθρα, εχθρότητα («ἔχθεα λυγρά», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
το αντικείμενο του μίσους ή της έχθρας («ὦ πλεῖστον ἔχθος ὄνομα Σαλαμῖνος κλύειν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Βλ. λ. εχθρός].