οργιάζω: Difference between revisions

From LSJ

ἀφ' ἡμέρας γίνεσθαι ἐν τῷ Μουσείῳ → in the Museum from early in the day

Source
(29)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ὀργιάζω]]) [[όργια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ζω έκλυτο βίο, [[κάνω]] ανήθικες πράξεις<br /><b>2.</b> [[κάνω]] παράνομες πράξεις<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τελώ]] θρησκευτικά όργια («θυσίαις καὶ πομπαῑς ἃς αὐτὸς ὠργίασε καὶ κατέστησε», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τιμώ]] ή [[λατρεύω]] κάποιον με όργια<br /><b>3.</b> [[εισάγω]] κάποιον στη [[γνώση]] τών οργίων.
|mltxt=(Α [[ὀργιάζω]]) [[ὄργια‎‎]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ζω έκλυτο βίο, [[κάνω]] ανήθικες πράξεις<br /><b>2.</b> [[κάνω]] παράνομες πράξεις<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τελώ]] θρησκευτικά όργια («θυσίαις καὶ πομπαῖς ἃς αὐτὸς ὠργίασε καὶ κατέστησε», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τιμώ]] ή [[λατρεύω]] κάποιον με όργια<br /><b>3.</b> [[εισάγω]] κάποιον στη [[γνώση]] τών οργίων.
}}
}}

Latest revision as of 14:45, 6 February 2024

Greek Monolingual

ὀργιάζω) ὄργια‎‎
νεοελλ.
1. ζω έκλυτο βίο, κάνω ανήθικες πράξεις
2. κάνω παράνομες πράξεις
αρχ.
1. τελώ θρησκευτικά όργια («θυσίαις καὶ πομπαῖς ἃς αὐτὸς ὠργίασε καὶ κατέστησε», Πλούτ.)
2. τιμώ ή λατρεύω κάποιον με όργια
3. εισάγω κάποιον στη γνώση τών οργίων.