ρίνη: Difference between revisions
From LSJ
(36) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[ῥίνη]], ΝΜΑ, και [[ρίνα]] Ν, και | |mltxt=η / [[ῥίνη]], ΝΜΑ, και [[ρίνα]] Ν, και ῥῖνα Α<br /><b>1.</b> λειαντικό όργανο, [[λίμα]]<br /><b>2.</b> <b>ζωολ.</b> <b>βλ.</b> [[ρίνα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Αρχική σημ. της λ. [[ῥίνη]] [[πρέπει]] να θεωρηθεί η σημ. «[[λίμα]], λειαντικό όργανο», από την οποία προήλθε και η σημ. «[[είδος]] ψαριού», λόγω της σκληρής, τραχιάς υφής του δέρματός του. Έχει διατυπωθεί, όμως, και η [[άποψη]] ότι η λ. [[ῥίνη]] έχει προέλθει από τον τ. [[ῥινός]] «[[δέρμα]]» και δήλωνε αρχικά ένα [[είδος]] ψαριού με [[δέρμα]] τραχύ και στη [[συνέχεια]] χρησιμοποιήθηκε κατ' [[επέκταση]] για το λειαντικό όργανο. Ωστόσο, η [[άποψη]] αυτή δεν θεωρείται πιθανή, λόγω του ότι η λ. [[ῥινός]] αναφέρεται μόνο σε [[δέρμα]] ανθρώπου ή ζώου. Τέλος, υποθετική παραμένει η [[αναγωγή]] της λ. σε ένα ΙΕ ρ. με σημ. «[[σχίζω]], [[χαράζω]], [[τέμνω]]» (<b>βλ. λ.</b> [[ῥινός]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:46, 6 February 2024
Greek Monolingual
η / ῥίνη, ΝΜΑ, και ρίνα Ν, και ῥῖνα Α
1. λειαντικό όργανο, λίμα
2. ζωολ. βλ. ρίνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Αρχική σημ. της λ. ῥίνη πρέπει να θεωρηθεί η σημ. «λίμα, λειαντικό όργανο», από την οποία προήλθε και η σημ. «είδος ψαριού», λόγω της σκληρής, τραχιάς υφής του δέρματός του. Έχει διατυπωθεί, όμως, και η άποψη ότι η λ. ῥίνη έχει προέλθει από τον τ. ῥινός «δέρμα» και δήλωνε αρχικά ένα είδος ψαριού με δέρμα τραχύ και στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε κατ' επέκταση για το λειαντικό όργανο. Ωστόσο, η άποψη αυτή δεν θεωρείται πιθανή, λόγω του ότι η λ. ῥινός αναφέρεται μόνο σε δέρμα ανθρώπου ή ζώου. Τέλος, υποθετική παραμένει η αναγωγή της λ. σε ένα ΙΕ ρ. με σημ. «σχίζω, χαράζω, τέμνω» (βλ. λ. ῥινός)].