μολυβδίτις: Difference between revisions

From LSJ

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
(25)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=μολυβδῑτις, -ίτιδος), η [[μόλυβδος]]<br />«μολυβδῑτις» (ενν. [[άμμος]])<br />[[είδος]] άμμου από την οποία λαμβάνεται ο [[λιθάργυρος]].
|mltxt=μολυβδῑτις, -ίτιδος), η [[μόλυβδος]]<br />«μολυβδῖτις» (ενν. [[άμμος]])<br />[[είδος]] άμμου από την οποία λαμβάνεται ο [[λιθάργυρος]].
}}
}}

Latest revision as of 14:50, 6 February 2024

Greek Monolingual

μολυβδῑτις, -ίτιδος), η μόλυβδος
«μολυβδῖτις» (ενν. άμμος)
είδος άμμου από την οποία λαμβάνεται ο λιθάργυρος.